σκασμός: Difference between revisions
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
(6_14) |
(37) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σκασμός''': ὁ ([[σκάζω]]) τὸ σκάζειν, χωλαίνειν, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθήκη. | |lstext='''σκασμός''': ὁ ([[σκάζω]]) τὸ σκάζειν, χωλαίνειν, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθήκη. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο, Ν [[σκά</i>(<i>ζ</i>)<i>ω]]<br /><b>1.</b> πολύ [[μεγάλη]] [[στενοχώρια]], [[σκασίλα]]<br /><b>2.</b> [[θάνατος]] από [[ασφυξία]], από [[δυσχέρεια]] ή [[διακοπή]] της λειτουργίας της αναπνοής<br /><b>3.</b> (ως επιφ.) «[[σκασμός]]!» [[σιωπή]]!<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[βγάζω]] τον σκασμό» — [[σωπαίνω]]<br />β) «[[τρώγω]] [[μέχρι]] σκασμού» — [[τρώγω]] [[κατά]] κόρον.———————— <b>(II)</b><br />ὁ, Α [[σκάζω]] (Ι)]<br />[[χωλότητα]], [[αναπηρία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:29, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, (σκάζω)
A limping, halting, Aq.Ps.34(35).15.
German (Pape)
[Seite 890] ὁ, das Hinken, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
σκασμός: ὁ (σκάζω) τὸ σκάζειν, χωλαίνειν, Ἀκύλ. ἐν Παλ. Διαθήκη.
Greek Monolingual
(I)
ο, Ν [[σκά(ζ)ω]]
1. πολύ μεγάλη στενοχώρια, σκασίλα
2. θάνατος από ασφυξία, από δυσχέρεια ή διακοπή της λειτουργίας της αναπνοής
3. (ως επιφ.) «σκασμός!» σιωπή!
4. φρ. α) «βγάζω τον σκασμό» — σωπαίνω
β) «τρώγω μέχρι σκασμού» — τρώγω κατά κόρον.———————— (II)
ὁ, Α σκάζω (Ι)]
χωλότητα, αναπηρία.