σκυταλισμός: Difference between revisions
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />« la Bastonnade », <i>soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκύταλον]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />« la Bastonnade », <i>soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables</i>.<br />'''Étymologie:''' [[σκύταλον]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΑ<br />(στην [[αρχαιότητα]])<br /><b>1.</b> [[ραβδισμός]] με [[σκυτάλη]], [[ξυλοκόπημα]] ή [[ακόμη]] και [[θανάτωση]] με [[σκυτάλη]] («σκυταλισμὸς... [[ὅσος]] παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων [[οὐδέποτε]] γεγονέναι μνημονεύεται», <b>Διόδ.</b>)<br /><b>2.</b> η [[στάση]] που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε [[έτσι]] από την ευρεία [[χρήση]] σκυταλών, [[δηλαδή]] ροπάλων, ως φονικών μέσων [[εναντίον]] τών στασιαστών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκυτάλη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ -<i>ισμός</i> μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. [[σκυταλίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ, the
A reign of club-law at Argos, D.S.15.57, Plu.2.814b, Hellad. ap. Phot.Bibl.p.534B.
German (Pape)
[Seite 908] ὁ, das Stockprügeln, ein mit Stockschlägen endigender Aufruhr; D. Sic. 15, 57; Plut. reip. ger. 17.
Greek (Liddell-Scott)
σκῠτᾰλισμός: ὁ, ξυλοκοπία, ῥαβδισμός, «ξυλοφόρτωμα», ἐν πολλῇ χρήσει ἐν Ἄργει, Διόδ. 15. 57, Πλούτ. 2. 814Β, Ἑλλάδ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 534. 34.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
« la Bastonnade », soulèvement à Argos, ainsi nommé du supplice qui fut infligé aux coupables.
Étymologie: σκύταλον.
Greek Monolingual
ο, ΝΑ
(στην αρχαιότητα)
1. ραβδισμός με σκυτάλη, ξυλοκόπημα ή ακόμη και θανάτωση με σκυτάλη («σκυταλισμὸς... ὅσος παρ' ἑτέροις τῶν Ἑλλήνων οὐδέποτε γεγονέναι μνημονεύεται», Διόδ.)
2. η στάση που έγινε το 370 π.Χ. στο Άργος και ονομάστηκε έτσι από την ευρεία χρήση σκυταλών, δηλαδή ροπάλων, ως φονικών μέσων εναντίον τών στασιαστών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + κατάλ -ισμός μέσω ενός αμάρτυρου, στην Αρχαία, ρ. σκυταλίζω.