σκωρία: Difference between revisions
οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty
(Bailly1_4) |
(37) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />scorie.<br />'''Étymologie:''' [[σκώρ]]. | |btext=ας (ἡ) :<br />scorie.<br />'''Étymologie:''' [[σκώρ]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α [[σκῶρ]]<br />[[προϊόν]] που σχηματίζεται στην [[επιφάνεια]] του σιδήρου [[κατά]] την οξείδωσή του με την [[επίδραση]] του υγρού αέρα, η [[σκωρία]] σιδήρου, η [[σκουριά]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[υποπροϊόν]] της μεταλλουργικής κατεργασίας, [[δηλαδή]] της διαδικασίας εξαγωγής ενός μετάλλου από τα μεταλλεύματά του, όπως λ.χ. [[κατά]] την [[παραγωγή]] σιδήρου με την [[τεχνική]] της υψικαμίνου, [[υποπροϊόν]] που αποτελείται από πυριτικά [[άλατα]] και οξείδια μετάλλων (α. «εύτηκτη [[σκωρία]]» — [[σκωρία]] αποτελούμενη [[κυρίως]] από πυριτικά [[άλατα]] του ασβεστίου, του μαγνησίου και του αργιλίου, με την οποία απομακρύνονται απο την υψικάμινο οι γαιώδεις προσμίξεις)<br /><b>2.</b> <b>βοτ.</b> η [[σκωρίαση]] τών [[φυτών]]<br /><b>3.</b> <b>(πετρογρ.)</b> [[βαρύ]] σκοτεινόχρωμο υαλώδες πυροκλαστικό εκρηξιγενές [[πέτρωμα]], που περιέχει πολλές βακουέλες, κοιλότητες οι οποίες μοιάζουν με φυσσαλίδες («[[αφρώδης]] [[σκωρία]]» — [[σκωρία]] στην οποία οι φυσσαλίδες [[είναι]] πολύ λεπτά [[κελύφη]] στερεοποιημένου βασαλτικού μάγματος)<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α) «[[έριο]] σκωρίας» — [[προϊόν]] που σχηματίζεται στις υψικαμίνους [[κατά]] την [[παρασκευή]] του σιδήρου<br />β) «[[σκωρία]] σιδήρου» — [[προϊόν]] διάβρωσης του σιδήρου και ορισμένων κραμάτων του, το οποίο αποτελείται [[κυρίως]] απο ένυδρο οξείδιο του τρισθενούς σιδήρου και σχηματίζεται εύκολα από τη [[δράση]] του οξυγόνου και της υγρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ, (σκῶρ)
A dross of metal, slag, Arist.Mete.383b1, Sens.443a19, Herod.6.83, Str.9.1.23, Dsc.5.80, Simp.in Cael.667.15; written σκωρέα, Zopyr. ap. Orib.14.62.1.
German (Pape)
[Seite 910] ἡ, jeder unreine Abgang, Abfall, Ueberbleibsel, Bodensatz, bes. Schlacken, die beim Ausschmelzen des Eisens abgehen; Arist. meteor. 4, 6; Poll. 7, 99.
Greek (Liddell-Scott)
σκωρία: ἡ, (σκῶρ) ἀπότριμμα, ἀπόβλημα, περίττωμα μετάλλου, σκωρία, ὡς ἐν τῇ Λατ. stercus ferri, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 6, 9, π. Αἰσθήσ. 5, 5, Στράβ. 399, Διοσκ. 5. 9, 4.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
scorie.
Étymologie: σκώρ.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και σκωρέα Α σκῶρ
προϊόν που σχηματίζεται στην επιφάνεια του σιδήρου κατά την οξείδωσή του με την επίδραση του υγρού αέρα, η σκωρία σιδήρου, η σκουριά
νεοελλ.
1. υποπροϊόν της μεταλλουργικής κατεργασίας, δηλαδή της διαδικασίας εξαγωγής ενός μετάλλου από τα μεταλλεύματά του, όπως λ.χ. κατά την παραγωγή σιδήρου με την τεχνική της υψικαμίνου, υποπροϊόν που αποτελείται από πυριτικά άλατα και οξείδια μετάλλων (α. «εύτηκτη σκωρία» — σκωρία αποτελούμενη κυρίως από πυριτικά άλατα του ασβεστίου, του μαγνησίου και του αργιλίου, με την οποία απομακρύνονται απο την υψικάμινο οι γαιώδεις προσμίξεις)
2. βοτ. η σκωρίαση τών φυτών
3. (πετρογρ.) βαρύ σκοτεινόχρωμο υαλώδες πυροκλαστικό εκρηξιγενές πέτρωμα, που περιέχει πολλές βακουέλες, κοιλότητες οι οποίες μοιάζουν με φυσσαλίδες («αφρώδης σκωρία» — σκωρία στην οποία οι φυσσαλίδες είναι πολύ λεπτά κελύφη στερεοποιημένου βασαλτικού μάγματος)
4. φρ. α) «έριο σκωρίας» — προϊόν που σχηματίζεται στις υψικαμίνους κατά την παρασκευή του σιδήρου
β) «σκωρία σιδήρου» — προϊόν διάβρωσης του σιδήρου και ορισμένων κραμάτων του, το οποίο αποτελείται κυρίως απο ένυδρο οξείδιο του τρισθενούς σιδήρου και σχηματίζεται εύκολα από τη δράση του οξυγόνου και της υγρασίας του ατμοσφαιρικού αέρα.