σπαρνός: Difference between revisions
νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />clairsemé, rare, étroit.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, répandre ; cf. [[σπείρω]]. | |btext=ή, όν :<br />clairsemé, rare, étroit.<br />'''Étymologie:''' R. Σπαρ, répandre ; cf. [[σπείρω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α<br /><b>1.</b> [[σπάνιος]], αυτός που δεν συμβαίνει [[συχνά]] («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' [[Ἄρτεμις]] [[ἄστυ]] κάτεισιν», <b>Καλλ.</b>)<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[ἀραιός]], διεσπαρμένος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. [[σπείρω]], σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] <i>σπαρ</i>- του ρήματος (<b>πρβλ.</b> <i>σπαρ</i>-<i>τός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:30, 29 September 2017
English (LSJ)
ή, όν, poet. for σπανός, σπάνιος, A.Ag.556, Pl.Com.253, Call.Dian.19.
German (Pape)
[Seite 917] poet. statt σπανός, σπάνιος, selten, Aesch. Ag. 542 (von σπείρω?).
Greek (Liddell-Scott)
σπαρνός: -ή, -όν, ποιητικ. ἀντὶ σπανός, σπάνιος, Ἀσχύλ. Ἀγ. 556· - «ἀραιός, διεσπαρμένος» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
clairsemé, rare, étroit.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. σπείρω.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α
1. σπάνιος, αυτός που δεν συμβαίνει συχνά («σπαρνὸν γὰρ ὅτ' Ἄρτεμις ἄστυ κάτεισιν», Καλλ.)
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἀραιός, διεσπαρμένος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος ποιητ. τ. ρηματικού επιθ. του ρ. σπείρω, σχηματισμένος από τη συνεσταλμένη βαθμίδα σπαρ- του ρήματος (πρβλ. σπαρ-τός)].