σπιθαμή: Difference between revisions
ὡς μήτε τὰ γενόμενα ἐξ ἀνθρώπων τῷ χρόνῳ ἐξίτηλα γένηται → in order that so the memory of the past may not be blotted out from among men by time
(Bailly1_4) |
(38) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ῆς (ἡ) :<br />empan, mesure d’une demi-coudée <i>ou</i> de trois quarts de pied.<br />'''Étymologie:''' R. Σπα, tirer ; cf. [[σπιδής]]. | |btext=ῆς (ἡ) :<br />empan, mesure d’une demi-coudée <i>ou</i> de trois quarts de pied.<br />'''Étymologie:''' R. Σπα, tirer ; cf. [[σπιδής]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η / [[σπιθαμή]], ΝΜΑ, και [[πιθαμή]], Ν<br /><b>1.</b> το [[διάστημα]] [[ανάμεσα]] στον αντίχειρα και στο μικρό [[δάχτυλο]] τεντωμένου χεριού (α. «μια [[σπιθαμή]] [[απόσταση]]» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ [[πλάτος]] πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για χρόνο) μικρή, σύντομη [[διάρκεια]] («[[σπιθαμή]] τοῡ βίου», Διογ. Λαέρ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «[[σπιθαμή]] [[προς]] [[σπιθαμή]]» — σε μικρά, διαδοχικά διαστήματα<br />β) «μιας σπιθαμής [[άνθρωπος]]»<br />i) [[παιδί]]<br />ii) [[άνθρωπος]] πολύ [[κοντός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]], η λ. προέρχεται από τη [[ρίζα]] τών τ. [[σπίδιος]], [[σπιδόθεν]] κ.λπ. με οδοντική [[παρέκταση]] -<i>dh</i>- και κατάλ. -<i>α</i>-<i>μη</i>, <b>πρβλ.</b> <i>παλ</i>-<i>ά</i>-<i>μη</i>, <i>πυγ</i>-<i>μή</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σπιδής]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:31, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A space one can embrace between the thumb and little finger, span (EM647.34), as a fixed measure, = 3 παλαισταί (Hero *Deff.131), first in Hdt.2.106, Hp.Mochl.38 (though the compd. τρισπίθαμος occurs in Hes.Op.426); also in Pl.Alc.1.126d, Arist.HA606a14, Pol.1302b38, Chrysipp.Stoic.2.47, POxy.669.32 (iii A.D.), etc. :metaph., σ. τοῦ βίου Diogenian.8.17.
German (Pape)
[Seite 921] ἡ, die Weite zwischen dem ausgespannten Daumen und dem kleinen Finger; Her. 2, 106; περὶ σπιθαμῆς καὶ πήχεως, Plat. Alc. I, 126 c; Sp.; Römisch dodrans.
Greek (Liddell-Scott)
σπῐθᾰμή: ἡ, (ἴδε σπιδής), τὸ διάστημα ὃ δύναταί τις νὰ περιλάβῃ μεταξὺ τοῦ ἀντίχειρος καὶ τοῦ μικροῦ δακτύλου, «πιθαμή», Λατ. dodrans (Ἐτυμολ. Μέγ. ἐν λέξ. παλαιστή), ὡς ὡρισμένον μέτρον ἰσούμενον περίπου πρὸς 0, 18 τοῦ μέτρου, πρῶτον παρ’ Ἡρόδ. 2. 106, Ἱππ. Μοχλ. 865, ἂν καὶ τὸ σύνθετον τρισπίθαμος ἀπαντᾷ παρ’ Ἡσίοδ. ἐν Ἔργ. κ. Ἡμ. 424· ὡσαύτως παρὰ Πλάτ. ἐν Ἀλκ. 1. 126C, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 28, 5, Πολιτ. 5. 3, 6· - μεταφορ., σπ. τοῦ βίου Διογενειαν. 8. 17, Ἡσύχ. - Πρβλ. δοχμή.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
empan, mesure d’une demi-coudée ou de trois quarts de pied.
Étymologie: R. Σπα, tirer ; cf. σπιδής.
Greek Monolingual
η / σπιθαμή, ΝΜΑ, και πιθαμή, Ν
1. το διάστημα ανάμεσα στον αντίχειρα και στο μικρό δάχτυλο τεντωμένου χεριού (α. «μια σπιθαμή απόσταση» β. «... τὰ πρόβατα τὰς οὐρας ἔχει τὸ πλάτος πήχεως, τὰ δὲ ὦτα αἱ αἶγες σπιθαμῆς», Αριστοτ.)
2. (για χρόνο) μικρή, σύντομη διάρκεια («σπιθαμή τοῡ βίου», Διογ. Λαέρ.)
νεοελλ.
φρ. α) «σπιθαμή προς σπιθαμή» — σε μικρά, διαδοχικά διαστήματα
β) «μιας σπιθαμής άνθρωπος»
i) παιδί
ii) άνθρωπος πολύ κοντός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, η λ. προέρχεται από τη ρίζα τών τ. σπίδιος, σπιδόθεν κ.λπ. με οδοντική παρέκταση -dh- και κατάλ. -α-μη, πρβλ. παλ-ά-μη, πυγ-μή (βλ. λ. σπιδής)].