συγκαίω: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
(Bailly1_4)
(39)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> συγκαύσω;<br />brûler <i>ou</i> enflammer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καίω]].
|btext=<i>f.</i> συγκαύσω;<br />brûler <i>ou</i> enflammer entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[καίω]].
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. [[συγκάω]] Α [[καίω]]<br />[[καίω]] [[κάτι]] [[μαζί]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[προκαλώ]] [[σύγκαμα]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>συγκαίομαι</i><br />[[πάσχω]] από ερεθισμό του δέρματος που οφείλεται σε [[προστριβή]] με [[κάτι]] [[άλλο]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καίω]] [[αμέσως]]<br /><b>2.</b> [[υπερθερμαίνω]], [[φλογίζω]]<br /><b>3.</b> <b>(αμτβ.)</b> [[υπόκειμαι]] σε [[φλόγωση]]<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> μεταβάλλομαι σε [[σκόνη]] ή σε [[στάχτη]], κατακαίομαι.
}}
}}

Revision as of 12:33, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαίω Medium diacritics: συγκαίω Low diacritics: συγκαίω Capitals: ΣΥΓΚΑΙΩ
Transliteration A: synkaíō Transliteration B: synkaiō Transliteration C: sygkaio Beta Code: sugkai/w

English (LSJ)

Att. συγκάω [ᾱ],

   A set on fire with or at once, burn up, Pl.Ti. 22c:—Pass., to be burnt up, calcined, ib.49c, PCair.Zen.129.17 (iii B.C.), etc.; also of the effect of intense cold, D.L.2.118.    2 overheat, inflame, [ὁ οἶνος] σ. τὰς φλέβας Hp.Aër.9; ταῦτα σ. τὴν κοιλίην Id.VM10, cf. Gal.15.559:—Pass., τὸ συγκεκαυμένον Prodic.4; κοιλίη συνεκαύθη Hp.Epid.1.26.δ:—intr. in Act., κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί liable to inflame, Id.Aër.7.

German (Pape)

[Seite 963] att. -κάω (s. καίω), mit od. zugleich in Brand setzen, anzünden; κοιλίαι συγκαίειν ἀγαθαί, zur Entzündung geneigt, Hippocr.; τὰ ἐπὶ γῆς ξυνέκαυσε, Plat. Tim.. 22 c. – Pass. mit in Brand gerathen, brennen, συγκαυθέντα ἀέρα, 49 e.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαίω: Ἀττ. -κάω [ᾱ], μέλλ. -καύσω. Καίω ἢ θερμαίνω μετά τινος ἢ ἀμέσως. Λατ. comburere, Πλάτ. Τίμ. 22C· ὁ οἶνος σ. τὰς φλέβας Ἱππ. 286. 45. -Παθ., κατακαίομαι, εἰς τέφραν ἢ κόνιν μεταβάλλομαι, Πλάτ. Τίμ. 49C, Ἱππ. 976Ε, κτλ.· ὡσαύτως ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ὑπερβολικοῦ ψύχους, Διογ. Λ. 2. 118. 2) ἀμεταβ., κοιλίαι ξυγκαίειν ἀγαθαί, ὑποκείμεναι εἰς φλόγωσιν, Ἱππ. π. Ἀέρ. 284, πρβλ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 12.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαύσω;
brûler ou enflammer entièrement.
Étymologie: σύν, καίω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, μέσ. και συγκαίγομαι Ν, και αττ. τ. συγκάω Α καίω
καίω κάτι μαζί με κάτι άλλο
νεοελλ.
1. προκαλώ σύγκαμα
2. μέσ. συγκαίομαι
πάσχω από ερεθισμό του δέρματος που οφείλεται σε προστριβή με κάτι άλλο
αρχ.
1. καίω αμέσως
2. υπερθερμαίνω, φλογίζω
3. (αμτβ.) υπόκειμαι σε φλόγωση
4. παθ. μεταβάλλομαι σε σκόνη ή σε στάχτη, κατακαίομαι.