σύμμορφος: Difference between revisions

From LSJ

δύο ἀρνήσεις μίαν συγκατάθεσιν ποιοῦσι → two negatives make an affirmative

Source
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=σύμμορφον ([[σύν]] and [[μορφή]]) having the [[same]] [[form]] as [[another]] (cf. [[σύν]], II:1) (Vulg. conformis, configuratus); [[similar]], conformed to (Lucian, amor. 39): τίνος (cf. Matthiae, § 379, p. 864; (Winer s Grammar, 195 (184); Buttmann, § 132,23)), [[εἰκών]], a.); τίνι (Nicander, th. 321), Tdf. συνμορφος); cf. Winer's Grammar, 624 (580)).
|txtha=σύμμορφον ([[σύν]] and [[μορφή]]) having the [[same]] [[form]] as [[another]] (cf. [[σύν]], II:1) (Vulg. conformis, configuratus); [[similar]], conformed to (Lucian, amor. 39): τίνος (cf. Matthiae, § 379, p. 864; (Winer s Grammar, 195 (184); Buttmann, § 132,23)), [[εἰκών]], a.); τίνι (Nicander, th. 321), Tdf. συνμορφος); cf. Winer's Grammar, 624 (580)).
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμμορφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σύμμορφη [[απεικόνιση]]»<br /><b>μαθημ.</b> μια [[απεικόνιση]] η οποία διατηρεί τις γωνίες<br /><b>μσν.</b><br />[[σύμφωνος]] ή [[ταιριαστός]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[παρόμοιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[σύμμορφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σύμμορφη [[απεικόνιση]]»<br /><b>μαθημ.</b> μια [[απεικόνιση]] η οποία διατηρεί τις γωνίες<br /><b>μσν.</b><br />[[σύμφωνος]] ή [[ταιριαστός]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[παρόμοιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[σύμμορφος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «σύμμορφη [[απεικόνιση]]»<br /><b>μαθημ.</b> μια [[απεικόνιση]] η οποία διατηρεί τις γωνίες<br /><b>μσν.</b><br />[[σύμφωνος]] ή [[ταιριαστός]] με κάποιον ή με [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έχει την [[ίδια]] [[μορφή]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[παρόμοιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἔμ</i>-<i>μορφος</i>].
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύμμορφος Medium diacritics: σύμμορφος Low diacritics: σύμμορφος Capitals: ΣΥΜΜΟΡΦΟΣ
Transliteration A: sýmmorphos Transliteration B: symmorphos Transliteration C: symmorfos Beta Code: su/mmorfos

English (LSJ)

ον,

   A of the same shape as, τινι Nic.Th.321, cf. Ep.Phil.3.21; τινος Ep.Rom. 8.29: abs., similar, Luc.Am.39.

German (Pape)

[Seite 983] von gleicher, ähnlicher Gestalt, der Gestalt nach ähnlich, τινί; Nic. Ther. 321; Luc. amor. 29.

Greek (Liddell-Scott)

σύμμορφος: -ον, ὁμοιόμορφος πρός τινα, Νικ. Θηρ. 321, Ἐπιστ. πρ. Φιλιππ. γ΄, 21· τινος Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. η΄, 29· ἀπολ., ὅμοις, παρόμοιος, Λουκ. Ἔρωτ. 39.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de même forme que, conforme à, τινι.
Étymologie: σύν, μορφή.

English (Strong)

from σύν and μορφή; jointly formed, i.e. (figuratively) similar: conformed to, fashioned like unto.

English (Thayer)

σύμμορφον (σύν and μορφή) having the same form as another (cf. σύν, II:1) (Vulg. conformis, configuratus); similar, conformed to (Lucian, amor. 39): τίνος (cf. Matthiae, § 379, p. 864; (Winer s Grammar, 195 (184); Buttmann, § 132,23)), εἰκών, a.); τίνι (Nicander, th. 321), Tdf. συνμορφος); cf. Winer's Grammar, 624 (580)).

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμορφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «σύμμορφη απεικόνιση»
μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες
μσν.
σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
2. παρόμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἔμ-μορφος].

Greek Monolingual

-η, -ο / σύμμορφος, -ον, ΝΜΑ
νεοελλ.
φρ. «σύμμορφη απεικόνιση»
μαθημ. μια απεικόνιση η οποία διατηρεί τις γωνίες
μσν.
σύμφωνος ή ταιριαστός με κάποιον ή με κάτι
αρχ.
1. αυτός που έχει την ίδια μορφή με άλλον
2. παρόμοιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. ἔμ-μορφος].