σύμπους: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(39) |
(39) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σύμπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 159· «τῶν [[πάλαι]] δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396. | |lstext='''σύμπους''': οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ [[Πολυδ]]. Ϛ΄, 159· «τῶν [[πάλαι]] δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμπους]] [[διακλάδωση]]» — [[σύστημα]] διακλάδωσης, στο οποίο σε [[κάθε]] [[διχοτομία]] ο [[ένας]] [[κλάδος]] αναπτύσσεται περισσότερο από τον [[άλλο]]<br />β) «[[σύμπους]] [[ανθοταξία]]» — [[διάταξη]] τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη [[βάση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει [[δεσμά]] στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-[[πους]])]. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ουν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμπους]] [[διακλάδωση]]» — [[σύστημα]] διακλάδωσης, στο οποίο σε [[κάθε]] [[διχοτομία]] ο [[ένας]] [[κλάδος]] αναπτύσσεται περισσότερο από τον [[άλλο]]<br />β) «[[σύμπους]] [[ανθοταξία]]» — [[διάταξη]] τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη [[βάση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει [[δεσμά]] στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-[[πους]])]. | |mltxt=-ουν, ΝΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> <b>φρ.</b> α) «[[σύμπους]] [[διακλάδωση]]» — [[σύστημα]] διακλάδωσης, στο οποίο σε [[κάθε]] [[διχοτομία]] ο [[ένας]] [[κλάδος]] αναπτύσσεται περισσότερο από τον [[άλλο]]<br />β) «[[σύμπους]] [[ανθοταξία]]» — [[διάταξη]] τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη [[βάση]] τους<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη<br /><b>2.</b> δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει [[δεσμά]] στα πόδια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πούς]], <i>ποδός</i> «[[πόδι]]» (<b>πρβλ.</b> [[περί]]-[[πους]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:36, 29 September 2017
English (LSJ)
ποδος, ὁ, ἡ,
A with the feet together or closed, Ar.Fr.865, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.254; with feet tied together, Herod.3.96; σύμποδα [ἐλέφαντα] δεσμεῖν Str.15.1.42.
German (Pape)
[Seite 989] ποδος, ὁ, ἡ, mit dicht an einander geschlossenen Füßen; ἀγάλματα, Schol. Plat. Men. p. 23, Ruhnk.; auch Ar. bei Poll. 6, 159.
Greek (Liddell-Scott)
σύμπους: οδος, ὁ, ἡ, ὁ τοὺς πόδας ἔχων συνηνωμένους ἢ συγκεκλεισμένους, Ἀριστοφ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 159· «τῶν πάλαι δημιουργῶν πλαττόντων τὰ ζῷα ἔχοντα οὐ διεστηκότας τοὺς πόδας, ἀλλὰ ἑστῶτα σύμποδα» Σχόλ. εἰς Πλάτ. Μέν. σ. 367, ἐν τέλει. ― Οὐδ. πληθ. σύμποδα ὡς ἐπίρρ. «ὑποδύνει (ὁ Ἰνδὸς θηρευτὴς) τῷ ἀγρίῳ (δηλ. ἐλέφαντι) καὶ σύμποδα δεσμεῖ» Στράβ. 704 ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α΄, σ. 396.
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» — σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο
β) «σύμπους ανθοταξία» — διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους
αρχ.
1. (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη
2. δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει δεσμά στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. περί-πους)].
Greek Monolingual
-ουν, ΝΑ
νεοελλ.
βοτ. φρ. α) «σύμπους διακλάδωση» — σύστημα διακλάδωσης, στο οποίο σε κάθε διχοτομία ο ένας κλάδος αναπτύσσεται περισσότερο από τον άλλο
β) «σύμπους ανθοταξία» — διάταξη τών ανθέων που αναφύονται σε ποδίσκους ενωμένους στη βάση τους
αρχ.
1. (για αγάλματα) κατασκευασμένος με ενωμένα τα σκέλη
2. δεμένος, αυτός που του έχουν βάλει δεσμά στα πόδια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πούς, ποδός «πόδι» (πρβλ. περί-πους)].