σχέδη: Difference between revisions
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(6_9) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σχέδη''': ἡ, [[φύλλον]], [[πινακίς]], πιθαν. παρελήφθη ἐκ τῆς Λατιν., [[ἐπειδὴ]] κατὰ πρῶτον [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Εὐστ. καὶ Μοσχοπ.· ἐν ᾧ τὰ Λατ. scheda καὶ scida (ἐκ τοῦ scindo) ἀπαντῶσι παρὰ Κικέρ. καὶ Πλινίῳ. | |lstext='''σχέδη''': ἡ, [[φύλλον]], [[πινακίς]], πιθαν. παρελήφθη ἐκ τῆς Λατιν., [[ἐπειδὴ]] κατὰ πρῶτον [[εἶναι]] ἐν χρήσει παρ’ Εὐστ. καὶ Μοσχοπ.· ἐν ᾧ τὰ Λατ. scheda καὶ scida (ἐκ τοῦ scindo) ἀπαντῶσι παρὰ Κικέρ. καὶ Πλινίῳ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, ΜΑ<br />[[φύλλο]] ή [[πίνακας]] που [[πάνω]] του έγραφαν ή έκαναν υπολογισμούς.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>scheda</i> «[[σελίδα]]» (<span style="color: red;"><</span> λατ. <i>schedium</i> <span style="color: red;"><</span> <i>σχέδιον</i>, <b>βλ. λ.</b> [[σχέδιο]]). Η σημ. της λ. έχει διαμορφωθεί κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[σχίζω]] (λατ. <i>scindo</i>). Κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], λιγότερο πιθανή, το λατ. <i>scheda</i> έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο ελλ. [[σχίδη]] (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>σχιδ</i>- του [[σχίζω]]), κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>schedium</i> (<b>βλ. λ.</b> [[σχέδιο]])]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:41, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A leaf, page, dub. cj. in Lex. de Spir.p.214V.; Lat. scheda is a Greek word acc. to Isid.Etym.6.14.8; cf. σχίδα.
German (Pape)
[Seite 1053] ἡ, eigtl. Scheit, Spalt, daher Tafel, Blatt, darauf zu schreiben oder zu rechnen, Eust. u. a. Sp., das lat. scheda.
Greek (Liddell-Scott)
σχέδη: ἡ, φύλλον, πινακίς, πιθαν. παρελήφθη ἐκ τῆς Λατιν., ἐπειδὴ κατὰ πρῶτον εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Εὐστ. καὶ Μοσχοπ.· ἐν ᾧ τὰ Λατ. scheda καὶ scida (ἐκ τοῦ scindo) ἀπαντῶσι παρὰ Κικέρ. καὶ Πλινίῳ.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ
φύλλο ή πίνακας που πάνω του έγραφαν ή έκαναν υπολογισμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. scheda «σελίδα» (< λατ. schedium < σχέδιον, βλ. λ. σχέδιο). Η σημ. της λ. έχει διαμορφωθεί κατ' επίδραση του ρ. σχίζω (λατ. scindo). Κατ' άλλη άποψη, λιγότερο πιθανή, το λατ. scheda έχει σχηματιστεί από αμάρτυρο ελλ. σχίδη (< θ. σχιδ- του σχίζω), κατ' επίδραση του λατ. schedium (βλ. λ. σχέδιο)].