συντεχνία: Difference between revisions
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
(6_11) |
(40) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συντεχνία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[σύλλογος]] ὁμοτέχνων, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 11, σ. 241. | |lstext='''συντεχνία''': ἡ, ὡς καὶ νῦν, [[σύλλογος]] ὁμοτέχνων, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 11, σ. 241. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η, ΝΜΑ [[σύντεχνος]]<br />[[κάθε]] οργανωμένο κοινωνικό [[σύνολο]], [[ιδίως]] [[μορφή]] επαγγελματικής ένωσης ομοτέχνων, με κύριο στόχο την [[προάσπιση]] και [[προαγωγή]] τών συμφερόντων τών μελών της<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> ([[ιδίως]] στον μεσαίωνα) [[ένωση]] τεχνιτών και μαστόρων ή εμπόρων του ίδιου κλάδου, με κλειστή [[οργάνωση]] και [[ιεραρχία]], στα πλαίσια της οποίας η [[ειδίκευση]] στο αντίστοιχο [[επάγγελμα]] μεταδιδόταν [[μυστικά]] και η [[είσοδος]] σ' αυτό νέων μελών γινόταν με αυστηρά κριτήρια και [[έπειτα]] από [[υποβολή]] του υποψηφίου σε πολλαπλές δοκιμασίες, κν. [[εσνάφι]] ή [[συνάφι]]<br /><b>2.</b> (γενικά) επαγγελματικό [[σωματείο]]<br /><b>3.</b> (<b>κατ' επέκτ.</b>) [[χαρακτηρισμός]] κοινωνικής οργάνωσης που συγκεντρώνει στους κόλπους της όσους επιδίδονται σε μία επαγγελματική [[ασχολία]], ή σε παρεμφερείς με αυτήν, με κύριο στόχο την [[υπεράσπιση]], αποκλειστικά, τών συμφερόντων τών μελών της, ανεξάρτητα ή και σε [[αντίθεση]] με τα γενικότερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:42, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A guild, λινουργῶν, ἡλοκόπων, IGRom.3.896 (Anazarbus, ii A.D.), Judeich Altertümer von Hierapolis 133.
Greek (Liddell-Scott)
συντεχνία: ἡ, ὡς καὶ νῦν, σύλλογος ὁμοτέχνων, Ἐπιγραφ. ἐν Hell. J. τ. 11, σ. 241.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ σύντεχνος
κάθε οργανωμένο κοινωνικό σύνολο, ιδίως μορφή επαγγελματικής ένωσης ομοτέχνων, με κύριο στόχο την προάσπιση και προαγωγή τών συμφερόντων τών μελών της
νεοελλ.
1. (ιδίως στον μεσαίωνα) ένωση τεχνιτών και μαστόρων ή εμπόρων του ίδιου κλάδου, με κλειστή οργάνωση και ιεραρχία, στα πλαίσια της οποίας η ειδίκευση στο αντίστοιχο επάγγελμα μεταδιδόταν μυστικά και η είσοδος σ' αυτό νέων μελών γινόταν με αυστηρά κριτήρια και έπειτα από υποβολή του υποψηφίου σε πολλαπλές δοκιμασίες, κν. εσνάφι ή συνάφι
2. (γενικά) επαγγελματικό σωματείο
3. (κατ' επέκτ.) χαρακτηρισμός κοινωνικής οργάνωσης που συγκεντρώνει στους κόλπους της όσους επιδίδονται σε μία επαγγελματική ασχολία, ή σε παρεμφερείς με αυτήν, με κύριο στόχο την υπεράσπιση, αποκλειστικά, τών συμφερόντων τών μελών της, ανεξάρτητα ή και σε αντίθεση με τα γενικότερα συμφέροντα του κοινωνικού συνόλου.