τοξοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
(Autenrieth)
(41)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[archery]], Il. 13.314†.
|auten=[[archery]], Il. 13.314†.
}}
{{grml
|mltxt=ἡ, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) η [[τέχνη]] του να τοξεύει [[κανείς]], η [[ικανότητα]] στην [[τόξευση]] («ὃς [[ἄριστος]] τοξοσύνῃ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[τόξον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>σύνη</i>].
}}
}}

Revision as of 12:47, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξοσύνη Medium diacritics: τοξοσύνη Low diacritics: τοξοσύνη Capitals: ΤΟΞΟΣΥΝΗ
Transliteration A: toxosýnē Transliteration B: toxosynē Transliteration C: toksosyni Beta Code: tocosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A bowmanship, archery, Il.13.314, E.Andr.1194 (lyr.).—Poet. word, ἡ τοξική being used in Prose.

German (Pape)

[Seite 1128] ἡ, die Kunst mit dem Bogen zu schießen; Il. 13, 314; ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ Eur. Andr. 1195.

Greek (Liddell-Scott)

τοξοσύνη: ἡ, ἡ τόξων ἐπιστήμη, ἐμπειρία εἰς τὸ τοξεύειν, Ἰλ. Ν. 314, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· - ποιητικὴ λέξις, ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ λέγεται τοξική, ἡ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
habileté à tirer de l’arc.
Étymologie: τόξον.

English (Autenrieth)

archery, Il. 13.314†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η τέχνη του να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -σύνη].