συντιτρώσκω: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]]. | |btext=blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[τιτρώσκω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[τραυματίζω]] σε [[πολλά]] συγχρόνως [[σημεία]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με πλοία) [[επιφέρω]] [[σύγκρουση]] και, [[κατά]] [[συνέπεια]], [[προξενώ]] ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>συντιτρώσκομαι</i><br />τραυματίζομαι συγχρόνως με [[κάτι]] [[άλλο]] («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τιτρώσκω]] «[[τρώγω]], [[πληγώνω]], [[σκοτώνω]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:48, 29 September 2017
English (LSJ)
A wound, X.HG3.1.18, Plu.Alex.63; of ships, disable, Id.Alc.27. II wound at the same time, τὰ συντιτρωσκόμενα (sc. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Hp.Fract.35.
Greek (Liddell-Scott)
συντιτρώσκω: εἰς πολλὰ μέρη τιτρώσκω, αὐτόν τε συνέτρωσαν καὶ δύο ἀπέκτειναν Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 18, Πλουτ. Ἀλέξ. 63· ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκιβ. 27. ΙΙ. τιτρώσκω ὁμοῦ ἢ συγχρόνως, τὰ συντιτρωσκόμενα (ἐξυπακουομ. τοῖς ὀστέοις) νεῦρα Ἱππ. π. Ἀγμ. 775.
French (Bailly abrégé)
blesser qqn en plusieurs endroits à la fois, couvrir de blessures.
Étymologie: σύν, τιτρώσκω.
Greek Monolingual
Α
1. τραυματίζω σε πολλά συγχρόνως σημεία
2. (σχετικά με πλοία) επιφέρω σύγκρουση και, κατά συνέπεια, προξενώ ρήγματα και άλλες βλάβες («προσκείμενος ἔκοπτε τὰς ναῡς καὶ συνετίτρωσκε», Πλούτ.)
3. παθ. συντιτρώσκομαι
τραυματίζομαι συγχρόνως με κάτι άλλο («τὰ συντιτρωσκόμενα [τοῑς ὀστέοις] νεῡρα», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + τιτρώσκω «τρώγω, πληγώνω, σκοτώνω»].