φρονηματίας: Difference between revisions
κῆπος κεκλεισμένος, ἀδελφή μου νύμφη, κῆπος κεκλεισμένος, πηγὴ ἐσφραγισμένη (Song of Solomon 4:12) → A garden locked is my sister bride, a garden locked, a fountain sealed (LXX) | A garden enclosed is my sister, my spouse; a spring shut up, a fountain sealed (KJV)
(Bailly1_5) |
(45) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui a des sentiments élevés, généreux, noble;<br /><b>2</b> hautain, orgueilleux, présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[φρόνημα]]. | |btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> qui a des sentiments élevés, généreux, noble;<br /><b>2</b> hautain, orgueilleux, présomptueux.<br />'''Étymologie:''' [[φρόνημα]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ<br />αυτός που έχει υψηλό [[φρόνημα]], [[υπερήφανος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (με κακή σημ.) [[αλαζόνας]], [[κομπαστής]]<br /><b>2.</b> ατίθασο, ζωηρό [[άλογο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φρόνημα]], -<i>ήματος</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i>- (<b>πρβλ.</b> <i>τραυματ</i>-<i>ίας</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
ου, ὁ,
A self-confident, high-spirited, Arist.Pol.1313a40, Longin.9.4; φ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ X.Ages.1.24; of a horse, Poll.1.195.
German (Pape)
[Seite 1308] ὁ, der viel Selbstgefühl, Selbstvertrauen hat, Xen. Ages. 1, 24. – Gew. im tadelnden Sinne, hochmüthig, eingebildet, dünkelhaft, Arist. pol. 5, 11, Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φρονημᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἔχων ὑψηλὸν φρόνημα, ὁ ἔχων πεποίθησιν εἰς ἑαυτόν, μεγαλόφρων, ὑπερήφανος, ἢ (ἐπὶ κακῆς σημασίας) ὑψηλόφρων, ἀλαζών, τετυφωμένος, Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 5, Λογγῖν. 9, 4· φρ. ἐπὶ τῇ ἱππικῇ Ξεν. Ἀγησ. 1, 24· ἐπὶ ἵππου, Πολυδ. Α΄, 194.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
1 qui a des sentiments élevés, généreux, noble;
2 hautain, orgueilleux, présomptueux.
Étymologie: φρόνημα.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ
αυτός που έχει υψηλό φρόνημα, υπερήφανος
αρχ.
1. (με κακή σημ.) αλαζόνας, κομπαστής
2. ατίθασο, ζωηρό άλογο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρόνημα, -ήματος + επίθημα -ίας- (πρβλ. τραυματ-ίας)].