Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

χέρνιβον: Difference between revisions

From LSJ
Sophocles, Antigone, 781
(Autenrieth)
(46)
Line 21: Line 21:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=([[χείρ]], [[νίπτω]]): [[wash]]-[[basin]], Il. 24.304†.
|auten=([[χείρ]], [[νίπτω]]): [[wash]]-[[basin]], Il. 24.304†.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br />[[δοχείο]], [[λεκάνη]] για το [[πλύσιμο]] τών χεριών (α. «ἡ δὲ παρέστη [[ἀμφίπολος]] πρόχοός θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ἐζήτει εἰ τὸ [[χέρνιβον]] εἴρηται [[καθάπερ]] ἡμεῑς λέγομεν», <b>Αθήν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χέρνιψ]], -<i>ιβος</i>, [[κατά]] τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -<i>ον</i>. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. πληθ. <i>keniqa</i>].
}}
}}

Revision as of 12:51, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χέρνῐβον Medium diacritics: χέρνιβον Low diacritics: χέρνιβον Capitals: ΧΕΡΝΙΒΟΝ
Transliteration A: chérnibon Transliteration B: chernibon Transliteration C: chernivon Beta Code: xe/rnibon

English (LSJ)

τό,

   A = χερνιβεῖον, Il.24.304, IG11(2).144A32 (Delos, iv B. C.), cf. Hdn.Gr.1.378: pl. χέρνιβα Philostr.Im.2.23.

German (Pape)

[Seite 1350] τό, das Gefäß zum Waschwasser für die Hände, Handbecken, Waschbecken; ἡ δὲ παρέστη χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα Il. 24, 304; τοῖς χρυσοῖς χερνίβοις καὶ θυμιατηρίοις χρήσασθαι Andoc. 4, 29, wie Ath. IX, 408 c steht, wo die Stelle aus Lysias contra Alcib. angeführt wird. Vgl. χέρνιψ.

Greek (Liddell-Scott)

χέρνῐβον: τό, ἀντὶ τοῦ χερνιβεῖον ἀπαντῶν μόνον ἐν Ἰλ. Ω. 304· ἔνθα ὁ Bentl. προτείνει χέρνιβά τ’, ἴδε Spitzn. ἐν τόπῳ· οὕτως ἐν Αἰλ. περὶ Ζ. 10. 50, ὁ Ἰακώψ. διώρθωσε δεῖ χέρνιβος.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
bassin pour se laver les mains.
Étymologie: χέρνιψ.

English (Autenrieth)

(χείρ, νίπτω): wash-basin, Il. 24.304†.

Greek Monolingual

τὸ, Α
δοχείο, λεκάνη για το πλύσιμο τών χεριών (α. «ἡ δὲ παρέστη ἀμφίπολος πρόχοός θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα», Ομ. Ιλ.
β. «ἐζήτει εἰ τὸ χέρνιβον εἴρηται καθάπερ ἡμεῑς λέγομεν», Αθήν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέρνιψ, -ιβος, κατά τα δευτερόκλιτα ουδ. σε -ον. Η λ. απαντά ήδη στη Μυκηναϊκή στον τ. πληθ. keniqa].