σφύζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἥξει τὸ γῆρας πᾶσαν αἰτίαν φέρον → Veniet senectus omne crimen sustinens → Bald kommt das Alter, das an allem trägt die Schuld

Menander, Monostichoi, 209
(Bailly1_5)
(40)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> σφύξω, <i>ao.</i> ἔσφυξα;<br />palpiter ; <i>en parl. du pouls</i> battre avec force, être agité.<br />'''Étymologie:''' R. Σφυγ, être agité.
|btext=<i>f.</i> σφύξω, <i>ao.</i> ἔσφυξα;<br />palpiter ; <i>en parl. du pouls</i> battre avec force, être agité.<br />'''Étymologie:''' R. Σφυγ, être agité.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ, και αττ. τ. [[σφύττω]] και δωρ. τ. [[σφύσδω]] Α<br />(για το [[αίμα]] ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, [[χτυπώ]] κανονικά (α. [[πλην]] σφύζ' η [[καρδιά]] του νέου στερρά», Βιζυην.<br />β. «σφύζει δὲ τὸ [[αἷμα]] ἐν ταῑς φλεψίν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[είμαι]] [[γεμάτος]] [[σφρίγος]], έχω καλή [[υγεία]] και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («[[σφύζω]] από ζωή»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> διακατέχομαι από [[οργή]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> τινάζομαι με [[ορμή]], [[χτυπώ]] [[δυνατά]] («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς [[πόδας]] [[ἀμφοτέρως]] μεν σφύσδειν», (<b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σφύζειν ἐπὶ τι»<br /><b>μτφ.</b> το να έχει [[κανείς]] σφοδρή [[επιθυμία]] για [[κάτι]]» (Λεξ. [[Σούδα]]).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστικός και [[τεχνικός]] όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με τα ρ. [[σφαδάζω]] και [[σπεύδω]] (<b>πρβλ.</b> <i>σφυδῶ</i>) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].
}}
}}

Revision as of 12:52, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφύζω Medium diacritics: σφύζω Low diacritics: σφύζω Capitals: ΣΦΥΖΩ
Transliteration A: sphýzō Transliteration B: sphyzō Transliteration C: sfyzo Beta Code: sfu/zw

English (LSJ)

Dor. σφύσδω, only pres. and impf.:—

   A throb, beat violently (cf. σφυγμός), Hp.Epid.2.5.16, 2.6.5, Judic.33, Theoc.11.71.    2 beat, of the pulse, σ. τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψί Arist.HA521a6; πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα like the veins or arteries, Pl.Phdr.251d; μέρος [ἐμβρύου] μήτε θερμὸν μήτε σφύζον Sor.2.63.    3 metaph. of any violent motion, σφύζοντος καὶ σφαδᾴζοντος καὶ πηδῶντος Longin.Rh. p.201 H., cf. Dam.Pr.221; σ. ἐπὶ ταῦτα to be very eager after... Anon. ap.Suid.    4 prob. f.l. in Thphr.Char.19.6.

Greek (Liddell-Scott)

σφύζω: Δωρικ. σφύσδω, ἐν χρήσει μόνον ἐν τῷ ἐνεστ. καὶ παρατ. Τινάσσομαι, κτυπῶ ὁρμητικῶς, ἐπὶ τῶν ἐν φλεγμονῇ διατελούντων μερῶν τοῦ σώματος (πρβλ. σφυγμός), Ἱππ. 1946C, 1050F, Γαλην., κλπ. 2) κτυπῶ τακτικῶς, ἐπὶ τοῦ τακτικοῦ σφυγμοῦ τῶν ἀρτηριῶν, σφ. τὸ αἷμα ἐν ταῖς φλεψὶ Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 19, 7· πηδῶσα οἷον τὰ σφύζοντα, ὡς αἱ ἀρτηρίαι ἢ αἱ φλέβες, Πλάτ. Φαῖδρ. 251D. 3) μεταφορ., ἐπὶ πάσης σφοδρᾶς κινήσεως, Θεόκρ. 11. 71· σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος Ρήτορες (Walz) τ. 9, σ. 573· σφ. ἐπί τι, ἐπείγω, σπεύδω, ὁρμῶ, Ἀνώνυμ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. σφύζει.

French (Bailly abrégé)

f. σφύξω, ao. ἔσφυξα;
palpiter ; en parl. du pouls battre avec force, être agité.
Étymologie: R. Σφυγ, être agité.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και αττ. τ. σφύττω και δωρ. τ. σφύσδω Α
(για το αίμα ή για τις αρτηρίες) πάλλομαι ρυθμικά, χτυπώ κανονικά (α. πλην σφύζ' η καρδιά του νέου στερρά», Βιζυην.
β. «σφύζει δὲ τὸ αἷμα ἐν ταῑς φλεψίν», Αριστοτ.)
νεοελλ.
μτφ. είμαι γεμάτος σφρίγος, έχω καλή υγεία και ακμαίες σωματικές δυνάμεις («σφύζω από ζωή»)
μσν.
μτφ. διακατέχομαι από οργή
μσν.-αρχ.
μτφ. κινούμαι ορμητικά («σφύζοντος καὶ σφαδάζοντος καὶ πηδῶντος», Λογγίν.)
αρχ.
1. τινάζομαι με ορμή, χτυπώ δυνατά («φασώ τάν κεφαλὰν καὶ τὼς πόδας ἀμφοτέρως μεν σφύσδειν», (Θεόκρ.)
2. φρ. «σφύζειν ἐπὶ τι»
μτφ. το να έχει κανείς σφοδρή επιθυμία για κάτι» (Λεξ. Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός και τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ. Οι συνδέσεις της λ. με τα ρ. σφαδάζω και σπεύδω (πρβλ. σφυδῶ) παραμένουν ανεπιβεβαίωτες].