τετρακίνη: Difference between revisions
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
(6_3) |
(41) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τετρᾰκίνη''': [ῑ], ἡ, = [[θριδακίνη]], Ἱππῶναξ. 118. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τετρακίνη]]· ἡ ἀγρία [[θρίδαξ]]». | |lstext='''τετρᾰκίνη''': [ῑ], ἡ, = [[θριδακίνη]], Ἱππῶναξ. 118. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[τετρακίνη]]· ἡ ἀγρία [[θρίδαξ]]». | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ἡ, Α<br />το [[μαρούλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για [[παραφθορά]], στην καθημερινή [[γλώσσα]] τών Αρχαίων, της λ. [[θριδακίνη]] «[[μαρούλι]]» (<span style="color: red;"><</span> [[θρίδαξ]], -<i>ακος</i>), με παρετυμολ. [[επίδραση]] τών σύνθ. λ. με α' συνθετικό <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- και του επιρρ. [[τετράκις]]. Κατ' [[άλλη]] [[υπόθεση]], αν ο τ. θεωρηθεί [[φρυγικός]], [[άποψη]] που παραδίδεται ήδη από τους Αρχαίους, το <i>τετρα</i>- του τ. θα [[πρέπει]] να αποτελεί [[απόδοση]] του <i>θidra</i>- με σημ. «[[τέσσερα]]» ενός αντίστοιχου φρυγ. τ.]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:53, 29 September 2017
English (LSJ)
ἡ,
A = θρίδαξ, Hippon.135.
German (Pape)
[Seite 1097] ἡ, = θριδακίνη, Hippon. bei Ath. II, 69 d.
Greek (Liddell-Scott)
τετρᾰκίνη: [ῑ], ἡ, = θριδακίνη, Ἱππῶναξ. 118. - Καθ’ Ἡσύχ.: «τετρακίνη· ἡ ἀγρία θρίδαξ».
Greek Monolingual
ἡ, Α
το μαρούλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά, στην καθημερινή γλώσσα τών Αρχαίων, της λ. θριδακίνη «μαρούλι» (< θρίδαξ, -ακος), με παρετυμολ. επίδραση τών σύνθ. λ. με α' συνθετικό τετρ(α)- και του επιρρ. τετράκις. Κατ' άλλη υπόθεση, αν ο τ. θεωρηθεί φρυγικός, άποψη που παραδίδεται ήδη από τους Αρχαίους, το τετρα- του τ. θα πρέπει να αποτελεί απόδοση του θidra- με σημ. «τέσσερα» ενός αντίστοιχου φρυγ. τ.].