σφαλερός: Difference between revisions
(Bailly1_5) |
(40) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ά, όν :<br />qui glisse <i>ou</i> tombe facilement :<br /><b>1</b> vacillant, chancelant, faible;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> inconstant, incertain;<br /><b>3</b> peu sûr, dangereux;<br /><i>Cp.</i> σφαλερώτερος, <i>Sp.</i> σφαλερώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σφάλλω]]. | |btext=ά, όν :<br />qui glisse <i>ou</i> tombe facilement :<br /><b>1</b> vacillant, chancelant, faible;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> inconstant, incertain;<br /><b>3</b> peu sûr, dangereux;<br /><i>Cp.</i> σφαλερώτερος, <i>Sp.</i> σφαλερώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[σφάλλω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -ό / [[σφαλερός]], -ά, -όν, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εσφαλμένος]], [[λανθασμένος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, [[ολισθηρός]]<br /><b>2.</b> [[ασταθής]], [[αβέβαιος]] («[[ἕξις]] σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> [[επισφαλής]], [[επικίνδυνος]] («τυραννὶς [[χρῆμα]] σφαλερόν», <b>Ηρόδ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[σφαλερώς]] / <i>σφαλερῶς</i> ΝΜΑ, και [[σφαλερά]] Ν<br /><b>νεοελλ.</b><br />με εσφαλμένο τρόπο ή σε εσφαλμένη [[βάση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο ασταθή, αβέβαιο («σφαλερῶς ὑγιαίνειν», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> με επικίνδυνο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σφάλλω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ερός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>στυγ</i>-<i>ερός</i>)]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ά, όν, (σφάλλω)
A likely to make one stumble or trip metaph., slippery, perilous, τυραννὶς χρῆμα σ. Hdt.3.53; γνωμέω . . τὴν -ωτέρην σεωυτῷ Id.7.16.ά; σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασύς E.Supp. 508; τοῦτο δέ γ ἐστὶν τὸ καλὸν σ. Id.IA21 (anap.); ὦ βιοτή . . ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖσαι Id.Fr.916 (lyr.); πάντων -ώτατον, of future events, Th.4.62, cf. Hp.Aph.1.1; -ώτατοι καιροί Phld.Oec.p.48 J., SIG796 B 10 (Epid., i A.D.); of poems, Pl.Lg.810b; σ. τρόπος (v.l. τόπος) Hp.Prog.22; σφαλερόν [ἐστι], c. inf., Pl.R.451a, Lg.688b; τὸ ἐπιχειρῆσαι σ. X.HG2.1.2. Adv. Comp. -ώτερον, νοσεῖν to be more dangerously ill, Gal.15.724. II (σφάλλομαι) ready to fall, tottering, reeling, κῶλα A.Eu.371 (lyr.); ῥῦμα S.Aj.159 (anap.); σῶμα σ. ἐν ταῖς κινήσεσι, of revellers and sufferers from coma, Gal. 7.645; ἕξις σ. πρὸς ὑγίειαν uncertain in point of health, Pl.R.404a. Adv. -ρῶς, ὑγιαίνειν enjoy health precariously, Gal.6.810. III of persons, where the sense often fluctuates between 1 and 11, ἴχνεσι σφαλεροί Nic.Al.189, cf. 400; σ. σύμμαχοι uncertain, D.1.7; προστάτης σ. E.Fr.774.3. Adv. -ρῶς Id.IA600 (anap.), Isoc.7.1.
Greek (Liddell-Scott)
σφᾰλερός: -ά, -όν, (σφάλλω) ὁ δυνάμενος νὰ κάμῃ τινὰ νὰ πέσῃ ἢ προσκόψῃ, μεταφορ., ὀλισθηρός, ἐπικίνδυνος, κινδυνώδης, Λατ. lubricus, τυραννὶς χρῆμα σφαλερὸν Ἡρόδ. 3. 53· τῶν γνωμέων... τὴν σφαλερωτέρην σεωυτῷ ὁ αὐτ. 7. 16, 1 σφαλερὸν ἡγεμὼν θρασὺς Εὐρ. Ἱκέτ. 508· τοῦτο δέ γ’ ἐστὶν τὸ καλὸν σφαλερὸν ὁ αὐτ. Ι. Α. 22 βιοτά... ἐπὶ παντὶ σφαλερὰ κεῖται ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 908· πάντων σφαλερώτατον, ἐπὶ τῶν μελλόντων νὰ συμβῶσι, Θουκ. 4. 62, πρβλ. Ἱππ. Ἀφ. 1244· ἐπὶ ποιημάτων, Πλάτ. Νόμ. 814Β· σφ. τύπος, μέρος ὅπου τὰ συμπτώματα εἶναι ἐπικίνδυνα, Ἱππ. Προγν. 44· - σφαλερόν [ἐστι], μετ’ ἀπαρ., Πλάτ. Πολ. 450Ε, Νόμ. 688Β· σφ. τὸ ἐπιχειρῆσαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 1, 2. ΙΙ. (σφάλλομαι) ὁ ἕτοιμος νὰ πέσῃ, ἐπιρρεπὴς εἰς πτῶσιν, ἀσταθής, κῶλα Αἰσχύλ. Εὐμ. 371· ῥῦμα Σοφ. Αἴ. 159· σφ. πρὸς ὑγίειαν ἕξις, ἀβέβαιος ὡς πρὸς τὴν ὑγείαν, Πλάτ. Πολ. 404Α. ΙΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ὅτε ἡ σημασία τῆς λέξεως κυμαίνεται μεταξὺ Ι εἰς ΙΙ, ἴχνεσι σφαλεροὶ Νικ. Ἀλεξιφ. 189, πρβλ. 300· σφ. σύμμαχοι, ἄστατοι, ἀβέβαιοι, Δημ. 11.3· προστάτης σφ. Ποιητ. παρὰ Στοβ. τ. 43. 3. - Ἐπίρρ. -ρῶς, Ψευδευριπ. Ι. Α. 601, Ἰσοκρ. 104Α.
French (Bailly abrégé)
ά, όν :
qui glisse ou tombe facilement :
1 vacillant, chancelant, faible;
2 fig. inconstant, incertain;
3 peu sûr, dangereux;
Cp. σφαλερώτερος, Sp. σφαλερώτατος.
Étymologie: σφάλλω.
Greek Monolingual
-ή, -ό / σφαλερός, -ά, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.
εσφαλμένος, λανθασμένος
μσν.-αρχ.
1. αυτός που μπορεί να κάνει κάποιον να πέσει, ολισθηρός
2. ασταθής, αβέβαιος («ἕξις σφαλερὰ πρὸς ὑγίειαν», Πλάτ.)
3. μτφ. επισφαλής, επικίνδυνος («τυραννὶς χρῆμα σφαλερόν», Ηρόδ.).
επίρρ...
σφαλερώς / σφαλερῶς ΝΜΑ, και σφαλερά Ν
νεοελλ.
με εσφαλμένο τρόπο ή σε εσφαλμένη βάση
αρχ.
1. με τρόπο ασταθή, αβέβαιο («σφαλερῶς ὑγιαίνειν», Γαλ.)
2. με επικίνδυνο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφάλλω + επίθημα -ερός (πρβλ. στυγ-ερός)].