ὑφάπτω: Difference between revisions

From LSJ

μὴ τὴν ὄψιν καλλωπίζου, ἀλλ' ἐν τοῖς ἐπιτηδεύμασιν ἴσθι καλός → Don't beautify your face, but be beautiful in your habits (Thales, in Diog. Laertius 1.37)

Source
(Bailly1_5)
(44)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=allumer par-dessous : [[πῦρ]] LUC du feu ; τὴν ἀκρόπολιν HDT mettre le feu à la citadelle ; [[δῶμα]] πυρί EUR mettre le feu à une maison ; νεκρόν THC brûler un cadavre sur le bûcher ; <i>fig.</i> ὑφ. τινα enflammer qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἅπτω]].
|btext=allumer par-dessous : [[πῦρ]] LUC du feu ; τὴν ἀκρόπολιν HDT mettre le feu à la citadelle ; [[δῶμα]] πυρί EUR mettre le feu à une maison ; νεκρόν THC brûler un cadavre sur le bûcher ; <i>fig.</i> ὑφ. τινα enflammer qqn.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ἅπτω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[ὑφάπτω]], ΝΜΑ, και ιων. τ. [[ὑπάπτω]] Α [[ἅπτω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (μόνον το μέσ.) [[υφάπτομαι]]<br /><b>(αμτβ.)</b> [[έρχομαι]] σε [[επαφή]] με [[κάτι]] [[αποκάτω]]<br /><b>2.</b> (εύχρ. [[κυρίως]] η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) <i>η υφαπτομένη</i><br />(ενν. [[γραμμή]]) <b>μαθημ.</b> η [[υποκάθετος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[καίω]], [[πυρπολώ]] [[κάτι]] από [[κάτω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> [[διεγείρω]], [[εξάπτω]] [[κάπως]] («οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς [[ἄπωθεν]] θεωμένους ὑφάπτουσιν», ΚΔ)<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> (συν. με τη λ. <i>δειρήν</i>) [[δένω]] [[σχοινί]] [[κάτω]] από τον λαιμό μου και πνίγομαι.
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφάπτω Medium diacritics: ὑφάπτω Low diacritics: υφάπτω Capitals: ΥΦΑΠΤΩ
Transliteration A: hypháptō Transliteration B: hyphaptō Transliteration C: yfapto Beta Code: u(fa/ptw

English (LSJ)

Ion. ὑπάπτω,

   A set on fire from underneath, ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν Hdt.1.176; ὑφῆψε δῶμ' ἀνηφαίστῳ πυρί E.Or.621, cf. 1618; ὑ. πυράν Th.2.52:—Pass., πόλις ὑφάπτεται πυρί E.Tr.1274; ἃς (sc. ἁμάξας) ἔδει ἐν καιρῷ ὑφαφθῆναι Aen.Tact.28.7; εὕρωμεν (i. e. -ομεν) τὰς θύρας . . ὑφημ<μ>ένας φωτί BGU1201.10 (i A. D.).    2 metaph., inflame unperceived, τοὺς θεωμένους X.Cyr.5.1.16.    II light underneath, πῦρ, φλόγα, Luc.Phal.1.12, Aristaenet.2.4; ὁ νικέων ὑφαπτέτω τὰ ἱερά the winner (in the race) shall light the sacred lamps, SIG71.16 (Delph., ii B. C.): abs., light a fire under or in a place, Ar.Th.730.    B Med., tie or bind under, ὑπὸ δειρὴν ἁψαμένη tying a rope round her neck, hanging herself, Alex.Aet.3.33.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφάπτω: Ἰων. ὑπάπτω, μέλλ. -ψω, ἀνάπτω, πυρπολῶ κάτωθεν, ὑπῆψαν τὴν ἀκρόπολιν Ἡρόδ. 1. 176· ὑφῆψε δῶμ’ ἀνηφαίστῳ πυρὶ Εὐρ. Ὀρ. 621, πρβλ. 1618· ὑφ. πυρὰν Θουκ. 2. 52· ― Παθητ., πόλις ὑφάπτεται πυρὶ Εὐρ. Τρῳ. 1274. 2) μεταφορ., ἀνεπαισθήτως καταφλέγω, ἐξάπτω, οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν Ξεν. Κύρ. Παιδ. 5. 1. 16. ΙΙ. ἀνάπτω κάτωθεν, πῦρ, φλόγα Λουκ. Φάλ. 1. 12, Ἀρισταίν. 2. 4· ― ἀπολ., ἀνάπτω πῦρ ὑποκάτω ἢ ἔν τινι τόπῳ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 730. Β. Μέσ., δένω ὑποκάτω, ὑφάπτομαι δειρήν, δένω σχοινίον περὶ τὸν λαιμόν μου, ἀπάγχομαι, Ἀλέξ. Αἰτωλ. παρὰ Παρθεν. 14 (ἐν τμήσει).

French (Bailly abrégé)

allumer par-dessous : πῦρ LUC du feu ; τὴν ἀκρόπολιν HDT mettre le feu à la citadelle ; δῶμα πυρί EUR mettre le feu à une maison ; νεκρόν THC brûler un cadavre sur le bûcher ; fig. ὑφ. τινα enflammer qqn.
Étymologie: ὑπό, ἅπτω.

Greek Monolingual

ὑφάπτω, ΝΜΑ, και ιων. τ. ὑπάπτω Α ἅπτω
νεοελλ.
1. (μόνον το μέσ.) υφάπτομαι
(αμτβ.) έρχομαι σε επαφή με κάτι αποκάτω
2. (εύχρ. κυρίως η μτχ. θηλ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) η υφαπτομένη
(ενν. γραμμή) μαθημ. η υποκάθετος
μσν.-αρχ.
καίω, πυρπολώ κάτι από κάτω
αρχ.
1. μτφ. διεγείρω, εξάπτω κάπως («οἱ δὲ καλοὶ καὶ τοὺς ἄπωθεν θεωμένους ὑφάπτουσιν», ΚΔ)
2. μέσ. (συν. με τη λ. δειρήν) δένω σχοινί κάτω από τον λαιμό μου και πνίγομαι.