φωταγωγός: Difference between revisions

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
(eksahir)
(46)
Line 10: Line 10:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[que ilumina]], [[que trae a la luz]]
|esgtx=[[que ilumina]], [[que trae a la luz]]
}}
{{grml
|mltxt=-ό / [[φωταγωγός]], -όν, ΝΜΑ<br />αυτός που φέρνει φως<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ο [[φωταγωγός]]<br />[[άνοιγμα]] σε τοίχο ή [[κενός]] [[χώρος]] σε [[οικοδομή]] που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> αυτός που διαφωτίζει την [[ψυχή]] και το [[πνεύμα]], που καθοδηγεί τις ψυχές<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ [[φωταγωγός]]<br />η [[λαμπάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει<br /><b>2.</b> αυτός που φέρνει [[κάτι]] στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> <b>θεολ.</b> (για τον Θεό) [[παρέχω]] πνευματικό φως, [[δίνω]] [[φώτιση]]<br /><b>4.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> [[άνοιγμα]] χρήσιμο για φωτισμό, [[φεγγίτης]] ή [[παράθυρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>φωτ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἀγωγός]] (<b>πρβλ.</b> <i>δημ</i>-[[αγωγός]], <i>ψυχ</i>-[[αγωγός]])].
}}
}}

Revision as of 13:00, 29 September 2017

German (Pape)

[Seite 1323] mit dem Lichte voranführend, voranleuchtend, erleuchtend, Sp.; ἡ φωτ., sc. θύρα, das Lichtloch od. Fenster, Luc. Lapith. 20 Hipp. 7.

Greek (Liddell-Scott)

φωτᾰγωγός: -όν, ὁ ὁδηγῶν διὰ φωτός, φωτίζων, πληρῶν φωτός, Ἐκκλ. 2) ἡ φωταγωγὸς (ἐξυπακ. θύρα), ἄνοιγμα πρὸς φωτισμόν, παράθυρον, Λουκ. Συμπ. 20, περὶ Οἴκου 6, κλπ., πρβλ. Σουΐδ.· ― ὡσαύτως, ἡ φωταγωγὸς = λαμπάς, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui amène la lumière ; subst.φωταγωγός (θυρίς) fenêtre.
Étymologie: φῶς, ἄγω.

Spanish

que ilumina, que trae a la luz

Greek Monolingual

-ό / φωταγωγός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που φέρνει φως
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο φωταγωγός
άνοιγμα σε τοίχο ή κενός χώρος σε οικοδομή που χρησιμεύει για τον φωτισμό εσωτερικών διαμερισμάτων
μσν.
1. μτφ. αυτός που διαφωτίζει την ψυχή και το πνεύμα, που καθοδηγεί τις ψυχές
2. το θηλ. ως ουσ. φωταγωγός
η λαμπάδα
αρχ.
1. (για τον Ήλιο) αυτός που εκπέμπει, που παρέχει φως, αυτός που φωτίζει
2. αυτός που φέρνει κάτι στο φως, που αποκαλύπτει («φωταγωγὸς ἀθεμίστων πραγμάτων», πάπ.)
3. μτφ. θεολ. (για τον Θεό) παρέχω πνευματικό φως, δίνω φώτιση
4. το θηλ. ως ουσ. άνοιγμα χρήσιμο για φωτισμό, φεγγίτης ή παράθυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωτ(ο)- + ἀγωγός (πρβλ. δημ-αγωγός, ψυχ-αγωγός)].