χαρακτηρισμός: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
(6_14) |
(46) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''χᾰρακτηρισμός''': ὁ, ἡ δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου [[δήλωσις]], ὁ διὰ τοῦ ἰδιαιτέρου γνωρίσματος [[προσδιορισμός]], Κλήμ. Ἀλ. 156, Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 379· - ὡς [[σχῆμα]] λόγου, «[[χαρακτηρισμός]] ἐστι [[λόγος]] τῶν περὶ τὸ [[σῶμα]] ἰδιωμάτων [[ἀπαγγελτικός]], ὃν καί τινες εἰκονισμὸν λέγουσιν, [[οἷον]] (Ὀδ. Τ. 246) γυρὸς ἐν ὤμοισιν [[μελανόχροος]], [[οὐλοκάρηνος]], Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 751, κλπ. | |lstext='''χᾰρακτηρισμός''': ὁ, ἡ δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου [[δήλωσις]], ὁ διὰ τοῦ ἰδιαιτέρου γνωρίσματος [[προσδιορισμός]], Κλήμ. Ἀλ. 156, Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 379· - ὡς [[σχῆμα]] λόγου, «[[χαρακτηρισμός]] ἐστι [[λόγος]] τῶν περὶ τὸ [[σῶμα]] ἰδιωμάτων [[ἀπαγγελτικός]], ὃν καί τινες εἰκονισμὸν λέγουσιν, [[οἷον]] (Ὀδ. Τ. 246) γυρὸς ἐν ὤμοισιν [[μελανόχροος]], [[οὐλοκάρηνος]], Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 751, κλπ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[χαρακτηρίζω]]<br />η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[χαρακτηρίζω]], ο [[προσδιορισμός]] του χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[περιγραφή]] τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό του φιλάργυρου»)<br /><b>2.</b> [[κατάταξη]] σε [[κατηγορία]] («ο [[χαρακτηρισμός]] της πράξης ως κλοπής»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[σχήμα]] λόγου. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:01, 29 September 2017
English (LSJ)
ὁ,
A characterization, Tryph.Trop.2.6, Plb. Rh.p.108S., Sch.E.Hec.379.
German (Pape)
[Seite 1336] ὁ, Bezeichnung durch ein Kennzeichen, – Charakterisirung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
χᾰρακτηρισμός: ὁ, ἡ δι᾿ ἰδιαιτέρου σημείου δήλωσις, ὁ διὰ τοῦ ἰδιαιτέρου γνωρίσματος προσδιορισμός, Κλήμ. Ἀλ. 156, Σχόλ. Εὐρ. Ἑκ. 379· - ὡς σχῆμα λόγου, «χαρακτηρισμός ἐστι λόγος τῶν περὶ τὸ σῶμα ἰδιωμάτων ἀπαγγελτικός, ὃν καί τινες εἰκονισμὸν λέγουσιν, οἷον (Ὀδ. Τ. 246) γυρὸς ἐν ὤμοισιν μελανόχροος, οὐλοκάρηνος, Ρήτορες (Walz) τ. 8. σ. 751, κλπ.
Greek Monolingual
ο, ΝΜΑ χαρακτηρίζω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαρακτηρίζω, ο προσδιορισμός του χαρακτήρα ενός προσώπου ή πράγματος
νεοελλ.
1. η περιγραφή τών κύριων γνωρισμάτων πράγματος («δώσε μου έναν χαρακτηρισμό του φιλάργυρου»)
2. κατάταξη σε κατηγορία («ο χαρακτηρισμός της πράξης ως κλοπής»)
αρχ.
σχήμα λόγου.