χεριάρης: Difference between revisions

From LSJ

μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown

Source
(Bailly1_5)
(46)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=αρα;<br /><i>adj. m.</i><br />adroit de ses mains, habile.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], ἄρω.
|btext=αρα;<br /><i>adj. m.</i><br />adroit de ses mains, habile.<br />'''Étymologie:''' [[χείρ]], ἄρω.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, Α<br />[[επιδέξιος]] στα χέρια, [[δεξιοτέχνης]] («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Κατά μία [[άποψη]] <span style="color: red;"><</span> [[χείρ]] <span style="color: red;">+</span> [[ἀραρίσκω]] «[[εφαρμόζω]], [[συνάπτω]]»].
}}
}}

Revision as of 13:01, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερῐάρης Medium diacritics: χεριάρης Low diacritics: χεριάρης Capitals: ΧΕΡΙΑΡΗΣ
Transliteration A: cheriárēs Transliteration B: cheriarēs Transliteration C: cheriaris Beta Code: xeria/rhs

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ,

   A skilled in fitting with the hand, dexterous, τέκτονες Pi.P.5.35.

German (Pape)

[Seite 1349] ὁ, = χερήρης, τέκτονες, Pind. P. 5, 35.

Greek (Liddell-Scott)

χεριάρης: [ᾰ], -ου, ὁ, δεξιός, ἔμπειρος εἰς ἔργα διὰ χειρῶν γινόμενα, χεριαρᾶν τεκτόνων δαίδαλα Πινδ. Π. 5. 47.

French (Bailly abrégé)

αρα;
adj. m.
adroit de ses mains, habile.
Étymologie: χείρ, ἄρω.

Greek Monolingual

ὁ, Α
επιδέξιος στα χέρια, δεξιοτέχνης («χεριαρᾱν τεκτόνων δαίδαλα», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη < χείρ + ἀραρίσκω «εφαρμόζω, συνάπτω»].