ήμαρ: Difference between revisions

From LSJ

εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses

Source
(16)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἦμαρ]], δωρ. και αρκ. τ. [[ἆμαρ]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> η [[ημέρα]] («νύκτες τε καὶ ἤματα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[ἦμαρ]]<br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέσον]] [[ἦμαρ]]» — [[μεσημέρι]]<br />β) «δείελον [[ἦμαρ]]» — [[δειλινό]]<br />γ) «ἐπ' ἤματι»<br />i) καθημερινά<br />ii) [[κατά]] το [[διάστημα]] της ημέρας<br />iii) [[κατά]] το [[τέλος]] της ημέρας<br />δ) «κατ' [[ἦμαρ]]»<br />i) καθημερινά<br />ii) [[σήμερα]]<br />ε) τὸ κατ' [[ἦμαρ]]» — οι καθημερινές ανάγκες, ο [[επιούσιος]] [[άρτος]]<br />στ) «παρ' [[ἦμαρ]]» — [[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]<br />ζ) «ἤματι χειμερίῳ» — σε μια χειμωνιάτικη [[μέρα]]<br />η) «ἤματι ὀπωρινῷ» — σε μια φθινοπωρινή [[μέρα]]<br />θ) (για θάνατο) «νηλεὲς [[ἦμαρ]]» — μοιραία [[μέρα]]<br />ι) (για σκλάβους) «ἐλευθέριον ἡ δούλιον ἡ ἀναγκαῑον [[ἦμαρ]]» — η [[μέρα]] της απελευθέρωσης<br />ια) «νόστιμον [[ἦμαρ]]» — η [[μέρα]] της επανόδου στην [[πατρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικός ιων. τ. του <i>άμαρ</i>. Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ā</i><i>m</i><i>ō</i><i>r</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[τέκμαρ]]: [[τέκμωρ]]) και αντιστοιχεί στο αρμ. <i>awr</i> «[[ημέρα]]». Η [[δασύτητα]] του αττ. παρεκτεταμένου τ. [[ημέρα]] οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[εσπέρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ημάτιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυτήμαρ]], [[εννήμαρ]], [[εξήμαρ]], [[πανήμαρ]], [[προήμαρ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ημέρα]])].
|mltxt=[[ἦμαρ]], δωρ. και αρκ. τ. [[ἆμαρ]], τὸ (Α)<br /><b>1.</b> η [[ημέρα]] («νύκτες τε καὶ ἤματα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>ως επίρρ.</b>) [[ἦμαρ]]<br />[[κατά]] τη [[διάρκεια]] της ημέρας<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «[[μέσον]] [[ἦμαρ]]» — [[μεσημέρι]]<br />β) «δείελον [[ἦμαρ]]» — [[δειλινό]]<br />γ) «ἐπ' ἤματι»<br />i) καθημερινά<br />ii) [[κατά]] το [[διάστημα]] της ημέρας<br />iii) [[κατά]] το [[τέλος]] της ημέρας<br />δ) «κατ' [[ἦμαρ]]»<br />i) καθημερινά<br />ii) [[σήμερα]]<br />ε) τὸ κατ' [[ἦμαρ]]» — οι καθημερινές ανάγκες, ο [[επιούσιος]] [[άρτος]]<br />στ) «παρ' [[ἦμαρ]]» — [[μέρα]] [[παρά]] [[μέρα]]<br />ζ) «ἤματι χειμερίῳ» — σε μια χειμωνιάτικη [[μέρα]]<br />η) «ἤματι ὀπωρινῷ» — σε μια φθινοπωρινή [[μέρα]]<br />θ) (για θάνατο) «νηλεὲς [[ἦμαρ]]» — μοιραία [[μέρα]]<br />ι) (για σκλάβους) «ἐλευθέριον ἡ δούλιον ἡ ἀναγκαῑον [[ἦμαρ]]» — η [[μέρα]] της απελευθέρωσης<br />ια) «νόστιμον [[ἦμαρ]]» — η [[μέρα]] της επανόδου στην [[πατρίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Επικός ιων. τ. του <i>άμαρ</i>. Ανάγεται σε ΙΕ τ. <i>ā</i><i>m</i><i>ō</i><i>r</i> (πρβλ. [[τέκμαρ]]: [[τέκμωρ]]) και αντιστοιχεί στο αρμ. <i>awr</i> «[[ημέρα]]». Η [[δασύτητα]] του αττ. παρεκτεταμένου τ. [[ημέρα]] οφείλεται [[μάλλον]] σε [[αναλογία]] [[προς]] το [[εσπέρα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ημάτιος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[αυτήμαρ]], [[εννήμαρ]], [[εξήμαρ]], [[πανήμαρ]], [[προήμαρ]] (<b>βλ.</b> και λ. [[ημέρα]])].
}}
}}

Revision as of 08:50, 23 December 2018

Greek Monolingual

ἦμαρ, δωρ. και αρκ. τ. ἆμαρ, τὸ (Α)
1. η ημέρα («νύκτες τε καὶ ἤματα», Ομ. Οδ.)
2. (ως επίρρ.) ἦμαρ
κατά τη διάρκεια της ημέρας
3. φρ. α) «μέσον ἦμαρ» — μεσημέρι
β) «δείελον ἦμαρ» — δειλινό
γ) «ἐπ' ἤματι»
i) καθημερινά
ii) κατά το διάστημα της ημέρας
iii) κατά το τέλος της ημέρας
δ) «κατ' ἦμαρ»
i) καθημερινά
ii) σήμερα
ε) τὸ κατ' ἦμαρ» — οι καθημερινές ανάγκες, ο επιούσιος άρτος
στ) «παρ' ἦμαρ» — μέρα παρά μέρα
ζ) «ἤματι χειμερίῳ» — σε μια χειμωνιάτικη μέρα
η) «ἤματι ὀπωρινῷ» — σε μια φθινοπωρινή μέρα
θ) (για θάνατο) «νηλεὲς ἦμαρ» — μοιραία μέρα
ι) (για σκλάβους) «ἐλευθέριον ἡ δούλιον ἡ ἀναγκαῑον ἦμαρ» — η μέρα της απελευθέρωσης
ια) «νόστιμον ἦμαρ» — η μέρα της επανόδου στην πατρίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Επικός ιων. τ. του άμαρ. Ανάγεται σε ΙΕ τ. āmōr (πρβλ. τέκμαρ: τέκμωρ) και αντιστοιχεί στο αρμ. awr «ημέρα». Η δασύτητα του αττ. παρεκτεταμένου τ. ημέρα οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το εσπέρα.
ΠΑΡ. ημάτιος.
ΣΥΝΘ. αυτήμαρ, εννήμαρ, εξήμαρ, πανήμαρ, προήμαρ (βλ. και λ. ημέρα)].