ακουαμαρίνα: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
(2)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ή ακουαμαρίνης <b>(Ορυκτολ.)</b><br />[[ορυκτό]] με χημικό τύπο Al<sub>2</sub>Be<sub>3</sub> (Si<sub>6</sub>O<sub>18</sub>) που [[είναι]] [[ποικιλία]] της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο [[χρώμα]]. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>aquamarine</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aqua marina</i> «θαλασσινό [[νερό]]»].
|mltxt=ή ακουαμαρίνης <b>(Ορυκτολ.)</b><br />[[ορυκτό]] με χημικό τύπο Al<sub>2</sub>Be<sub>3</sub> (Si<sub>6</sub>O<sub>18</sub>) που [[είναι]] [[ποικιλία]] της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο [[χρώμα]]. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. <i>aquamarine</i> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>aqua marina</i> «θαλασσινό [[νερό]]»].
}}
}}

Revision as of 10:20, 23 December 2018

Greek Monolingual

ή ακουαμαρίνης (Ορυκτολ.)
ορυκτό με χημικό τύπο Al2Be3 (Si6O18) που είναι ποικιλία της βηρύλλου με απαλό γαλάζιο έως γαλαζοπράσινο χρώμα. Αποτελεί ημιπολύτιμο έως πολύτιμο λίθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. aquamarine < λατ. aqua marina «θαλασσινό νερό»].