ἀγκάς: Difference between revisions
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(big3_1) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />adv. [[en brazos]] ἔχε δ' [[ἀγκάς]] ἄκοιτιν <i>Il</i>.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε <i>Il</i>.14.346, Nonn.<i>D</i>.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν <i>Il</i>.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός <i>Od</i>.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν <i>Il</i>.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν <i>Il</i>.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων <i>Epic.Alex.Adesp</i>.8.3.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. ἀγκών. | |dgtxt=<b class="num">• Prosodia:</b> [-ᾰ-]<br />adv. [[en brazos]] ἔχε δ' [[ἀγκάς]] ἄκοιτιν <i>Il</i>.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε <i>Il</i>.14.346, Nonn.<i>D</i>.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν <i>Il</i>.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός <i>Od</i>.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν <i>Il</i>.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν <i>Il</i>.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων <i>Epic.Alex.Adesp</i>.8.3.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> Cf. ἀγκών. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀγκάς:''' [ᾰς], επίρρ., μέσα στην [[αγκαλιά]], σε Όμηρ., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:06, 30 December 2018
English (LSJ)
[ᾰς], Adv.
A into or in the arms, ἔχε δ ἀ. ᾰκοιτιν Il.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276; ἀ. ἔμαρπτε Il.14.346; ἀ. ἐλάζετο θνγατέρα ἥν 5.371; τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός Od.7.252; ἀ. δ ἀλλήλων λαβέτην (of wrestlers) Il.23.711.
German (Pape)
[Seite 14] (vgl. ἀγκών, ἀγκάλη), in die Arme, in den Armen, Hom. ἀ. ἑλεῖν Iliad. 24, 227 Od. 7, 252, ἀγκὰς ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν liad. 23, 711, ἀ. ἐλάζετο 5, 371, ἀ, ἔμαρπτε 14, 346, ἔχε δ' ἀγκάς 14, 353; – Theocr. 8, 55, wie auch Mel. 5 (XII, 95); M. Arg. 19 (XI, 28) u. a. Sp. D. – Unrichtig gebildet ist ἀγκάσι Opp. H. 2, 315; Strat. 42 (XII, 200).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγκάς: [ᾰ], ἐπίρρ., εἰς τὴν ἀγκάλην, ἢ ἐν ἀγκάλαις, ἔχε δ’ ἀγκὰς ἄκοιτον, Ἰλ. Ξ. 353, πρβλ. Θεόκρ. 8. 55, Ἀπολλ. Ῥόδ. 1. 276· ἀγκὰς ἔμαρπτε, αὐτόθ. 346· ἀγκὰς ἀλάζετο θυγατέρα ἣν, Ἰλ. Ε. 371· τρόπιν ἀγκὰς ἑλὼν νεός, Ὀδ. Η. 252· ἀγκὰς δ’ ἀλλήλων λαβέτην, (ἐπὶ παλαιστῶν), Ἰλ. Ψ. 711: πρβλ. ἄγκαθεν· (Πιθ. ἀντὶ ἀγκάζε ἐκ τοῦ ἀγκὴ = ἀγκάλη).
French (Bailly abrégé)
adv.
dans ou sur les bras.
Étymologie: R. Ἀγκ, courber, cf. ἀγκών.
English (Autenrieth)
adv.: into or in the arms, with ἔχε, ἐλάζετο, etc.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [-ᾰ-]
adv. en brazos ἔχε δ' ἀγκάς ἄκοιτιν Il.14.353, cf. Theoc.8.55, A.R.1.276, ἀ. ἔμαρπτε Il.14.346, Nonn.D.13.542, ἀ. ἐλάζετο θυγατέρα ἥν Il.5.371, τρόπιν ἀ. ἑλὼν νεός Od.7.252, με ... ἀγκὰς ἑλόντ' ἐμὸν υἱόν Il.24.227, de luchadores ἀ. δ' ἀλλήλων λαβέτην χερσὶ στιβαρῇσιν Il.23.711, ἀγκάς [τε] βραχείονι π[ά] γχυ πιέζων Epic.Alex.Adesp.8.3.
• Etimología: Cf. ἀγκών.
Greek Monotonic
ἀγκάς: [ᾰς], επίρρ., μέσα στην αγκαλιά, σε Όμηρ., Θεόκρ.