ἀδευκής: Difference between revisions

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source
(big3_1)
(2)
Line 21: Line 21:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[oscuro]], [[que no se puede conocer]], [[inesperado]] gener. ref. a la muerte y al destino ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ... ἠὲ φίλων ἐν χερσίν <i>Od</i>.4.489, ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον contando la noticia y la muerte desconocida de sus compañeros (Euríloco no sabe que han sido convertidos en cerdos)</i> <i>Od</i>.10.245, ἀδευκέα δ' οὐ φύγεν αἶσαν μαντοσύναις a pesar de sus dotes de adivinación no pudo eludir una muerte inesperada</i> A.R.4.1503, [[ἄτη]] A.R.1.1037, ἠύτ' ἄελλαι ἀδευκέες ἢ στεροπαὶ ὥς como huracanes o relámpagos que nadie espera</i> A.R.2.267<br /><b class="num">•</b>p. ext. [[difícil de soportar]], [[que trae amargura]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>en cont. posit. ἀ. νίκη victoria inesperada</i> Nonn.<i>D</i>.28.81, cf. Hdn.<i>Schem</i>.4.<br /><b class="num">2</b> prob. a partir de los cont. c. ὄλεθρος, πότμος, [[ἄτη]] [[hostil]], [[amargo]] τῶν [[ἀλεείνω]] φῆμιν ἀδευκέα temo su charla hostil</i>, <i>Od</i>.6.273, μῆνιν A.R.1.1339, ἀδευκέος ἐξ ἁλός (recibirás inesperadamente ayuda) del mar hostil</i> A.R.2.388, ἀδευκέας οἴνας vides amargas</i> Orph.<i>Fr</i>.775.5.<br /><b class="num">3</b> explicado como [[no imitativo]] ἀ. φωνή (op. πολυδευκής) Ael.<i>NA</i> 5.38.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>deuk</i>-/<i>duk</i>- que se encuentra en lat. <i>dūco</i>, gót. <i>tiuhan</i>, etc.; en gr. los restos de esta raíz forman un conjunto semántico poco homogéneo: δαι-δύσσεσθαι (< *δαι-δυκ-<i>i̯</i>ω)· ἕλκεσθαι Hsch., δεύκει· φροντίζει Hsch., [[δεύκω]]· [[βλέπω]] <i>EM</i> 260.54G, [[ἐνδυκέως]] ‘con cuidado’, Hsch.
|dgtxt=-ές<br /><b class="num">1</b> [[oscuro]], [[que no se puede conocer]], [[inesperado]] gener. ref. a la muerte y al destino ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ... ἠὲ φίλων ἐν χερσίν <i>Od</i>.4.489, ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον contando la noticia y la muerte desconocida de sus compañeros (Euríloco no sabe que han sido convertidos en cerdos)</i> <i>Od</i>.10.245, ἀδευκέα δ' οὐ φύγεν αἶσαν μαντοσύναις a pesar de sus dotes de adivinación no pudo eludir una muerte inesperada</i> A.R.4.1503, [[ἄτη]] A.R.1.1037, ἠύτ' ἄελλαι ἀδευκέες ἢ στεροπαὶ ὥς como huracanes o relámpagos que nadie espera</i> A.R.2.267<br /><b class="num">•</b>p. ext. [[difícil de soportar]], [[que trae amargura]] Hsch.<br /><b class="num">•</b>en cont. posit. ἀ. νίκη victoria inesperada</i> Nonn.<i>D</i>.28.81, cf. Hdn.<i>Schem</i>.4.<br /><b class="num">2</b> prob. a partir de los cont. c. ὄλεθρος, πότμος, [[ἄτη]] [[hostil]], [[amargo]] τῶν [[ἀλεείνω]] φῆμιν ἀδευκέα temo su charla hostil</i>, <i>Od</i>.6.273, μῆνιν A.R.1.1339, ἀδευκέος ἐξ ἁλός (recibirás inesperadamente ayuda) del mar hostil</i> A.R.2.388, ἀδευκέας οἴνας vides amargas</i> Orph.<i>Fr</i>.775.5.<br /><b class="num">3</b> explicado como [[no imitativo]] ἀ. φωνή (op. πολυδευκής) Ael.<i>NA</i> 5.38.<br /><br /><b class="num">• Etimología:</b> De *<i>deuk</i>-/<i>duk</i>- que se encuentra en lat. <i>dūco</i>, gót. <i>tiuhan</i>, etc.; en gr. los restos de esta raíz forman un conjunto semántico poco homogéneo: δαι-δύσσεσθαι (< *δαι-δυκ-<i>i̯</i>ω)· ἕλκεσθαι Hsch., δεύκει· φροντίζει Hsch., [[δεύκω]]· [[βλέπω]] <i>EM</i> 260.54G, [[ἐνδυκέως]] ‘con cuidado’, Hsch.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀδευκής:''' -ές, [[λέξη]] που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των [[ὄλεθρος]], [[πότμος]], [[φῆμις]]· κοινώς ερμηνεύεται «όχι [[γλυκός]], [[πικρός]], [[σκληρός]]» (από την αρχαιότερη [[λέξη]] [[δεῦκος]] που σημαίνει [[γλυκός]])· [[αλλά]] πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, [[απρόσμενος]], [[αιφνίδιος]], [[ξαφνικός]] (από το <i>δοκ-έω</i>).
}}
}}

Revision as of 17:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀδευκής Medium diacritics: ἀδευκής Low diacritics: αδευκής Capitals: ΑΔΕΥΚΗΣ
Transliteration A: adeukḗs Transliteration B: adeukēs Transliteration C: adefkis Beta Code: a)deukh/s

English (LSJ)

ές, Hom. only in Od.,

   A ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ 4.489; ἀδευκέα πότμον 10.245; φῆμιν ἀδευκέα 6.273, cf. A.R.2.267, etc. (Expl. by Scholl. either (cf. δεῦκος, q.v.) not sweet, i. e. bitter, cruel, or (cf. δεύκει) unexpected, cf. Apollon. Lex., Hsch.:—ἀ.φωνή expl. as not imitative, opp. πολυδευκής, Ael.NA5.38.)

Greek (Liddell-Scott)

ἀδευκής: -ές, λέξις παρ’ Ὁμήρ. ἀπαντῶσα μόνον ἐν Ὀδ., ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ, Δ. 489· ἀδευκέα πότμον, Κ. 245· φῆμιν ἀδευκέα, Ζ. 273: ― οὕτω καὶ παρ’ Ἀπολλ. Ροδ. κτλ.· ― κοινῶς ἑρμηνεύεται, οὐχὶ γλυκύς, πικρός, σκληρὸς (δεῦκος γὰρ τὸ γλυκύ, λέγει ὁ Σχολ. τοῦ Ἀπολλ. Ροδ. 2. 267, πρβλ. Σχόλ. εἰς Ὀδ. Δ. 489, κτλ.), καὶ ὁ Νίκ. ἐν τοῖς Ἀλεξ. 328, μετεχειρίσθη δευκέϊ οἴνῳ, = γλυκέϊ. Ἀλλ’ οἱ Σχολιαστ. σχεδὸν πάντοτε προσθέτουσι καὶ ἄλλην σημασίαν, = ἀπεοικώς, ἀπροσδόκητος, ἀπροόρατος, ἀνείκαστος, ὁ Ἀπολλών. ἐν τῷ Λεξ. Ὁμ. ἑρμηνεύει, «ἀδευκεῖ, ἤτοι τῷ ἀπεοικότι; ἢ οἷον ἀδεχεῖ (ἴσως ἀδοκεῖ), ἀπροσδοκήτῳ.» Καὶ ὁ Κούρτιος δὲ δοξάζει ὡς πιθανόν, ἐπὶ ἐτυμολογικῶν λόγων στηριζόμενος, ὅτι ἡ τελευταία αὕτη σημασία εἶναι ἡ ἀληθὴς Ὁμηρική, ἡγούμενος ὅτι τὸ δευκής ἀνήκει εἰς τὴν αὐτὴν ῥίζαν εἰς ἣν καὶ τὸ δοκέω, πρβλ. ἐνδυκέως, Πολυδεύκης.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
non doux, amer, triste, cruel.
Étymologie: ἀ, δεῦκος.

English (Autenrieth)

odious, unpleasant; θάνατος, πότμος, φῆμις.

Spanish (DGE)

-ές
1 oscuro, que no se puede conocer, inesperado gener. ref. a la muerte y al destino ὤλετ' ὀλέθρῳ ἀδευκέϊ ... ἠὲ φίλων ἐν χερσίν Od.4.489, ἀγγελίην ἑτάρων ἐρέων καὶ ἀδευκέα πότμον contando la noticia y la muerte desconocida de sus compañeros (Euríloco no sabe que han sido convertidos en cerdos) Od.10.245, ἀδευκέα δ' οὐ φύγεν αἶσαν μαντοσύναις a pesar de sus dotes de adivinación no pudo eludir una muerte inesperada A.R.4.1503, ἄτη A.R.1.1037, ἠύτ' ἄελλαι ἀδευκέες ἢ στεροπαὶ ὥς como huracanes o relámpagos que nadie espera A.R.2.267
p. ext. difícil de soportar, que trae amargura Hsch.
en cont. posit. ἀ. νίκη victoria inesperada Nonn.D.28.81, cf. Hdn.Schem.4.
2 prob. a partir de los cont. c. ὄλεθρος, πότμος, ἄτη hostil, amargo τῶν ἀλεείνω φῆμιν ἀδευκέα temo su charla hostil, Od.6.273, μῆνιν A.R.1.1339, ἀδευκέος ἐξ ἁλός (recibirás inesperadamente ayuda) del mar hostil A.R.2.388, ἀδευκέας οἴνας vides amargas Orph.Fr.775.5.
3 explicado como no imitativo ἀ. φωνή (op. πολυδευκής) Ael.NA 5.38.

• Etimología: De *deuk-/duk- que se encuentra en lat. dūco, gót. tiuhan, etc.; en gr. los restos de esta raíz forman un conjunto semántico poco homogéneo: δαι-δύσσεσθαι (< *δαι-δυκ-ω)· ἕλκεσθαι Hsch., δεύκει· φροντίζει Hsch., δεύκω· βλέπω EM 260.54G, ἐνδυκέως ‘con cuidado’, Hsch.

Greek Monotonic

ἀδευκής: -ές, λέξη που χρησιμοποιείται μόνο από τον Όμηρ.· μόνο στην Ομήρ. Οδ. ως επίθ. των ὄλεθρος, πότμος, φῆμις· κοινώς ερμηνεύεται «όχι γλυκός, πικρός, σκληρός» (από την αρχαιότερη λέξη δεῦκος που σημαίνει γλυκόςαλλά πιο πιθ. είναι ότι σημαίνει, απρόσμενος, αιφνίδιος, ξαφνικός (από το δοκ-έω).