Ἀθῆναι: Difference between revisions
Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen
(T22) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=αἱ (on the plural cf. Winer s Grammar, 176 (166)), [[Athens]], the [[most]] [[celebrated]] [[city]] of [[Greece]]: 1 Thessalonians 3:1. | |txtha=αἱ (on the plural cf. Winer s Grammar, 176 (166)), [[Athens]], the [[most]] [[celebrated]] [[city]] of [[Greece]]: 1 Thessalonians 3:1. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Ἀθῆναι:''' Δωρ. [[Ἀθᾶναι]], <i>-ῶν</i>, <i>αἱ</i>,<br /><b class="num">I.</b> η πόλη των Αθηνών, χρησιμ. στον πληθ. [[επειδή]] αποτελούνταν από [[πολλά]] μέρη (πρβλ. [[Θῆβαι]], [[Μυκῆναι]]), σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. [[τύπος]] (όπως το [[Θήβη]]) απαντά στην Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> επιρρ.· [[Ἀθήναζε]], προς την Αθήνα, σε Θουκ., Ξεν.· [[Ἀθήνηθεν]], από την Αθήνα, σε Λυσ. κ.λπ.· ποιητ. Ἀθήνοθεν, σε Ανθ.· Ἀθήνησιν, στην Αθήνα, σε Δημ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:15, 30 December 2018
English (LSJ)
Dor. Ἀθᾶναι, ῶν, αἱ,
A the city of Athens (for the pl. cf. Θῆβαι, Μυκῆναι), Hom., etc.; (sg. Ἀθήνη Od.7.80, IG1.373107):—Ἀθῆναι generally, = Ἀττική, of the whole country, Hdt.9.17. II Advbs., Ἀθήναζε, to Athens, IG1.27a, Th.4.46, X.Ath.1.16: Ἀθήνηθεν,
A from Athens, Lys.13.25, etc.; poet. Ἀθηνόθεν, AP7.369 (Antip.): Ἀθήνησιν,
A at Athens, IG1.59, D.18.66, etc.
Greek (Liddell-Scott)
Ἀθῆναι: Δωρ. Ἀθᾶναι, ῶν, αἱ, ἡ πόλις Ἀθῆναι, κατὰ πληθ. ἐπειδὴ συνίστατο ἐκ πολλῶν μερῶν (πρβλ. Θῆβαι, Μυκῆναι), Ὅμ., κλπ.: ὁ ἑνικὸς τύπος (ὡς Θήβη) εὕρηται ἐν Ὀδ. Η. 80: - Ἀθῆναι γενικώτερον = Ἀττική, ἡ ὅλη δηλ. χώρα, Ἡρόδ. 9. 17. ΙΙ. Ἐπιρρήματα: Ἀθήναζε, εἰς Ἀθῆνας. Ἐπιγραφ. Ἀττ. (Berl.) 38g 11., 43, Θουκ. 4, 46, Ξεν. Ἀθ. Πολ. 1.16: - Ἀθήνηθεν = ἐξ Ἀθηνῶν, Λυσ. 132. 7, κτλ. ποιητ. Ἀθήνοθεν, Ἀνθ. Π. 7. 369: - Ἀθήνησιν, = ἐν Ἀθήναις. Ἐπιγρ. Ἀττ. (Berl.) 26, 28, 29, Δημ. 247. 1, κτλ. Οἱ τύποι οὗτοι ἦσαν Ἀττικώτεροι τῶν κοινῶν εἰς Ἀθήνας, ἐξ Ἀθηνῶν, ἐν Ἀθήναις, Γρηγ. Κορ. σ. 165, Heind. Πλάτ. Ἱππ. Μείζ. 281Α.
French (Bailly abrégé)
ῶν (αἱ) :
1 Athènes;
2 l’Attique ; ἄκρον Ἀθηνέον (ion.) OD le promontoire d’Attique, càd Sounion.
Étymologie: Ἀθηνᾶ.
English (Autenrieth)
(Od. 7.80): Athens, Il. 2.546, , Od. 3.278, 307.
Spanish (DGE)
-ῶν, αἱ
• Alolema(s): dór. Ἀθᾶναι Pi.P.7.1, O.9.88, Fr.76, B.10.17
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [dór. gen. -ᾶν Pi.N.4.19, Timocr.1.3, ép. gen. -άων Od.3.307, jón. -έων Od.3.278]
1 Atenasciu. de Grecia, capital del Ática Il.2.546, Sol.23.6, A.Pers.285, Hdt.1.60, X.HG 1.1.1, Arist.Pol.1267b18, 1268a10.
2 el Ática Σούνιον ἄκρον Ἀθηνέων Od.3.278, cf. Hdt.9.17, Th.4.5.
3 Ἀ. Δίαδαι Atenas Diadas ciu. de Eubea, A.Fr.31, Str.10.1.5.
4 ciu. de Beocia, Paus.9.24.2.
5 ciu. de Laconia, Caria, Italia, Acarnania, Ponto Euxino en St.Byz.s.u.
English (Abbott-Smith)
Ἀθῆναι, -ῶν, αἱ (plural because consisting of several parts),
Athens: Ac 17:15,16 18:1, I Th 3:1. †
English (Strong)
plural of Athene (the goddess of wisdom, who was reputed to have founded the city); Athenæ, the capitol of Greece: Athens.
English (Thayer)
αἱ (on the plural cf. Winer s Grammar, 176 (166)), Athens, the most celebrated city of Greece: 1 Thessalonians 3:1.
Greek Monotonic
Ἀθῆναι: Δωρ. Ἀθᾶναι, -ῶν, αἱ,
I. η πόλη των Αθηνών, χρησιμ. στον πληθ. επειδή αποτελούνταν από πολλά μέρη (πρβλ. Θῆβαι, Μυκῆναι), σε Όμηρ. κ.λπ.· ο ενικ. τύπος (όπως το Θήβη) απαντά στην Ομήρ. Οδ.
II. επιρρ.· Ἀθήναζε, προς την Αθήνα, σε Θουκ., Ξεν.· Ἀθήνηθεν, από την Αθήνα, σε Λυσ. κ.λπ.· ποιητ. Ἀθήνοθεν, σε Ανθ.· Ἀθήνησιν, στην Αθήνα, σε Δημ.