ἀκροθιγής: Difference between revisions
Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἀκροθιγής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], τα [[άκρα]], «[[ξυστός]]», [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ακροθιγώς</i><br />α) [[κατά]] την [[επιφάνεια]], λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή [[ακρίβεια]], επιπόλαια<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αγγίζεται [[κατά]] την [[επιφάνεια]], [[ελαφρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>θιγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔθιγον</i>, [[θιγγάνω]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἀκροθιγής]])<br /><b>1.</b> αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], τα [[άκρα]], «[[ξυστός]]», [[επιφανειακός]], [[επιπόλαιος]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <i>ακροθιγώς</i><br />α) [[κατά]] την [[επιφάνεια]], λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή [[ακρίβεια]], επιπόλαια<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που αγγίζεται [[κατά]] την [[επιφάνεια]], [[ελαφρά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>θιγής</i> <span style="color: red;"><</span> <i>ἔθιγον</i>, [[θιγγάνω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκροθῐγής:''' -ές ([[θιγγάνω]]), αυτός που αγγίζει την [[επιφάνεια]], αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ές,
A touching on surface, touching the lips, φίλημα AP 12.68 (Mel.): metaph., ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.40.1. Adv. ἀκροθιγῶς, ἐμβάπτειν just dip in, so that it is hardly wetted, Dsc.2.83: metaph., ἀ. εἴρηται Marin.Procl.26, cf. Vett.Val.271.11, Men.Rh. p.417 S.
German (Pape)
[Seite 83] ές, leicht berührend, φίλημα, Mel. 14 (XII, 68). – Adv. -γῶς, Sp.; übh. leicht, obenhin, ἐφάπτεσθαι Men. rhet. IX p. 286.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροθῐγής: -ές, θιγγάνων, ἐγγίζων τὴν ἐπιφάνειαν, τὰ χείλη˙ φίλημα, Ἀνθ. Π. 12, 68. - Ἐπίρρ., ἀκροθιγῶς ἐμβάπτειν, ἐμβάπτειν ὀλίγον μόνον, ὥστε μόλις νὰ ὑγρανθῇ, Διοσκ. 2. 105.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui touche la surface, qui effleure.
Étymologie: ἄκρος, θιγεῖν.
Spanish (DGE)
(ἀκροθῐγής) -ές
1 que toca superficialmente, ligero, leve φίλημα AP 12.68 (Mel.)
•fig. superficial ἀ. περὶ τὰς πράξεις Vett.Val.39.12.
2 adv. -ῶς ligeramente ἐμβάπτειν Dsc.2.83.2
•fig. superficialmente ἀ. πῶς εἴρηται Marin.Procl.26.57, Men.Rh.417.
Greek Monolingual
-ές (Α ἀκροθιγής)
1. αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, τα άκρα, «ξυστός», επιφανειακός, επιπόλαιος
2. επίρρ. ακροθιγώς
α) κατά την επιφάνεια, λίγο, β) όχι με λεπτομέρειες ή ακρίβεια, επιπόλαια
νεοελλ.
αυτός που αγγίζεται κατά την επιφάνεια, ελαφρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -θιγής < ἔθιγον, θιγγάνω.
Greek Monotonic
ἀκροθῐγής: -ές (θιγγάνω), αυτός που αγγίζει την επιφάνεια, αυτός που αγγίζει τα χείλη, σε Ανθ.