ἀλήμων: Difference between revisions

From LSJ

εἷς οἰωνὸς ἄριστος, ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης → the best goal is defending your country

Source
(2)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλήμων]] (-ονος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιπλανιέται εδώ κι [[εκεί]], πλάνητας<br /><b>2.</b> αυτός που παρεκτράπηκε, [[αμαρτωλός]], [[αλήτης]]<br /><b>3.</b> [[πειρατής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλημοσύνη]].
|mltxt=[[ἀλήμων]] (-ονος), ο, η (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περιπλανιέται εδώ κι [[εκεί]], πλάνητας<br /><b>2.</b> αυτός που παρεκτράπηκε, [[αμαρτωλός]], [[αλήτης]]<br /><b>3.</b> [[πειρατής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλῶμαι</i> «[[περιπλανώμαι]]».<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἀλημοσύνη]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλήμων:''' [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, ([[ἀλάομαι]]), περιπλανώμενος, [[ταξιδευτής]], [[πλάνης]], σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.
}}
}}

Revision as of 17:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλήμων Medium diacritics: ἀλήμων Low diacritics: αλήμων Capitals: ΑΛΗΜΩΝ
Transliteration A: alḗmōn Transliteration B: alēmōn Transliteration C: alimon Beta Code: a)lh/mwn

English (LSJ)

[ᾰ], ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι)

   A wanderer, rover, ἀλήμονες ἄνδρες Od.19.74; of planets, AP9.25 (Leon.): abs., Od.17.376.—Ep. word.

German (Pape)

[Seite 95] ονος, ὁ, der Landstreicher, Hom. zweimal, Od. 19, 74 πτωχοὶ καὶ ἀλήμονες ἄνδρες, 17, 376 ἦ οὐχ ἅλις ἧμιν ἀλήμονές εἰσι καὶ ἄλλοι, πτωχοὶ ἀνιηροί, δαιτῶν ἀπολυμαντῆρες; – Sp. D.; – Adj. Col. 210 κέλευθος ἀλ.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι) ἀλήτης, πλάνης, ἀλήμονες ἄνδρες, Ὀδ. Τ. 74· περὶ πλανητῶν ἀστέρ., Ἀνθ. Π. 9. 25, καὶ ἀπολ., Ὀδ. Ρ. 376. Λέξις Ἐπ.

French (Bailly abrégé)

ων, ον, gén. ονος;
errant, vagabond.
Étymologie: ἄλη.

English (Autenrieth)

ονος (ἀλάομαι): roving, wandering, wanderer.

Greek Monolingual

ἀλήμων (-ονος), ο, η (Α)
1. αυτός που περιπλανιέται εδώ κι εκεί, πλάνητας
2. αυτός που παρεκτράπηκε, αμαρτωλός, αλήτης
3. πειρατής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλῶμαι «περιπλανώμαι».
ΠΑΡ. αρχ. ἀλημοσύνη.

Greek Monotonic

ἀλήμων: [ᾰ], -ονος, ὁ, ἡ, (ἀλάομαι), περιπλανώμενος, ταξιδευτής, πλάνης, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ.