ἀλωπεκίς: Difference between revisions

From LSJ

τῷ ἄφρονι περιττεύει τὸ πάθος → the stupid man is carried away by passion

Source
(3)
(2)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀλωπεκὶς (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> νόθο [[γέννημα]] από [[σκύλο]] και [[αλεπού]] ([[αλλιώς]] [[κυναλώπηξ]])<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες<br /><b>3.</b> [[είδος]] αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το [[σχήμα]] της ουράς αλεπούς, [[αλεπίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>-, θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ίς</i>].
|mltxt=ἀλωπεκὶς (-[[ίδος]]), η (Α)<br /><b>1.</b> νόθο [[γέννημα]] από [[σκύλο]] και [[αλεπού]] ([[αλλιώς]] [[κυναλώπηξ]])<br /><b>2.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες<br /><b>3.</b> [[είδος]] αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το [[σχήμα]] της ουράς αλεπούς, [[αλεπίτσα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀλωπεκ</i>-, θ. της λ. [[ἀλώπηξ]] <span style="color: red;">+</span> παραγ. κατάλ. -<i>ίς</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλωπεκίς:''' -[[ίδος]], ἡ I. = [[κυναλώπηξ]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> [[κάλυμμα]] του κεφαλιού από [[δέρμα]] αλεπούς, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 17:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλωπεκίς Medium diacritics: ἀλωπεκίς Low diacritics: αλωπεκίς Capitals: ΑΛΩΠΕΚΙΣ
Transliteration A: alōpekís Transliteration B: alōpekis Transliteration C: alopekis Beta Code: a)lwpeki/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A mongrel between fox and dog, = κυναλώπηξ, X.Cyn.3.1.    II fox-skin cap, X.An. 7.4.4.    III kind of grape, so-called from its colour, Plin.HN 14.42.

German (Pape)

[Seite 113] ίδος, ἡ, 1) ein Bastard von Fuchs und Hund, Xen. Cyn. 3, 1; Poll. 5, 38. – 2) ein Fuchsbalg, Fuchsfell, als Kopfbedeckung bei den Thrakern, Xen. Anab. 7, 4, 4. – 3) eine Art Weinstöcke, Plin. 14, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ, νόθον ζῷον μικτοῦ γένους ἐκ κυνὸς καὶ ἀλώπεκος, = κυναλώπηξ, Ξεν. Κυν. 3, 1. ΙΙ. κάλυμμα τῆς κεφαλῆς ἐκ δέρματος ἀλώπεκος, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 4. ΙΙΙ. εἶδος ἀμπέλου, ἧς οἱ βότρυες ὁμοιάζουσιν οὐρᾷ ἀλώπεκος, Πλιν. Φυσ. Ἱστ. 14. 4, 9.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. δορά;
casquette en peau de renard.
Étymologie: ἀλώπηξ.

Spanish (DGE)

-ίδος, ἡ

• Prosodia: [ᾰ-]
1 tipo de perro laconio que por su aspecto se consideraba producto del cruce entre perro y zorro, X.Cyn.3.1, Hsch., EM 988.
2 alopecis cierta clase de uva, Plin.HN 14.42.

Greek Monolingual

ἀλωπεκὶς (-ίδος), η (Α)
1. νόθο γέννημα από σκύλο και αλεπού (αλλιώς κυναλώπηξ)
2. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, που χρησιμοποιούσαν αρχικά οι Θράκες και αργότερα και οι Έλληνες
3. είδος αμπελιού που τα τσαμπιά του έχουν το σχήμα της ουράς αλεπούς, αλεπίτσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ-, θ. της λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. -ίς].

Greek Monotonic

ἀλωπεκίς: -ίδος, ἡ I. = κυναλώπηξ, σε Ξεν.
II. κάλυμμα του κεφαλιού από δέρμα αλεπούς, στον ίδ.