ἀμπελουργός: Difference between revisions
Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld
(3) |
(2) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἀμπελουργός]])<br />[[καλλιεργητής]] αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργία]], [[αμπελουργικός]], [[αμπελουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελουργεῖον]], [[ἀμπελούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελουργικώς</i>]. | |mltxt=ο (Α [[ἀμπελουργός]])<br />[[καλλιεργητής]] αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμπελος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[αμπελουργία]], [[αμπελουργικός]], [[αμπελουργώ]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ἀμπελουργεῖον]], [[ἀμπελούργημα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>αμπελουργικώς</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀμπελουργός:''' ὁ (*[[ἔργω]]), αυτός που καλλιεργεί αμπέλια, σε Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A vine-dresser, Ar.Pax 190, Hp.Epid.4.25, IG2.1055, Thphr.CP2.4.8, PPetr.3p.59; title of plays by Amphis and Alexis; cf. ἀμπελοεργός.
German (Pape)
[Seite 129] ὁ, = ἀμπελοεργός, Winzer, Ar. P. 190; N. T. auch adj.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμπελουργός: ὁ, (*ἔργω), ὁ καλλιεργῶν ἀμπέλους, Ἀριστοφ. Εἰρ. 199, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 17: πρβλ. ἀμπελοεργός.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ, ἡ)
vigneron.
Étymologie: ἄμπελος, ἔργον.
Spanish (DGE)
-όν
• Alolema(s): ἀμπελοεργός AP 6.56 (Maced.)
1 que sirve para cultivar o trabajar la vid, δρέπανον podadera, SEG 13.13.129 (Atenas V a.C.), cf. IG 22.1526.8.
2 subst. ὁ ἀ. viñador Ar.Pax 190, Hp.Epid.4.25, IG 22.2492.17 (IV a.C.), PCair.Zen.317.5 (III a.C.), PEnteux.65.6 (III a.C.), AP l.c., Thphr.CP 2.4.8, LXX 4Re.25.12, Eu.Luc.13.7, Ph.1.329, Philostr.Her.proem.1, PSI 888.4 (IV a.C.), POxy.1833.5 (V a.C.), SB 7369.4 (VI a.C.)
•tít. de una comedia de Alexis AB 82.4, y de Amfis. Stob.4.18.1.
English (Strong)
from ἄμπελος and ἔργον; a vine-worker, i.e. pruner: vine-dresser.
English (Thayer)
ὁ, ἡ (from ἄμπελος and ΑΡΓΩ), a vinedresser: Aristophanes, Plutarch, Geoponica, others; the Sept. for כֹּרֵם.)
Greek Monolingual
ο (Α ἀμπελουργός)
καλλιεργητής αμπέλου, αμπελοκαλλιεργητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμπελος.
ΠΑΡ. αμπελουργία, αμπελουργικός, αμπελουργώ
αρχ.
ἀμπελουργεῖον, ἀμπελούργημα
νεοελλ.
αμπελουργικώς].
Greek Monotonic
ἀμπελουργός: ὁ (*ἔργω), αυτός που καλλιεργεί αμπέλια, σε Αριστοφ. κ.λπ.