αἰψηρός: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[αἰψηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]], [[ταχύς]], [[βιαστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται [[μέσα]] σε λίγο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶψα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰψηροκέλευθος]].
|mltxt=[[αἰψηρός]], -ά, -όν (Α)<br /><b>1.</b> γρήγορος, [[ορμητικός]], [[ταχύς]], [[βιαστικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται [[μέσα]] σε λίγο [[χρονικό]] [[διάστημα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἶψα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[αἰψηροκέλευθος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''αἰψηρός:''' -ά, -όν ([[αἶψα]]), γρήγορος, [[ταχύς]], [[βιαστικός]], εσπευσμένος, [[αιφνίδιος]], σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 17:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰψηρός Medium diacritics: αἰψηρός Low diacritics: αιψηρός Capitals: ΑΙΨΗΡΟΣ
Transliteration A: aipsērós Transliteration B: aipsēros Transliteration C: aipsiros Beta Code: ai)yhro/s

English (LSJ)

ά, όν, (αἶψα)

   A quick, speedy, sudden, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο satiety in grief comes soon, Od.4.103; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν he dismissed the assembly in haste, Il.19.276, Od.2.257; Ζεφύρου αἰ. πνοαί Pi.Parth.2.17; πούς Lyc.515. Adv. -ῶς Aristarch. ap.Apollon.Lex. s.v. αἶψα.—Notin Trag.

Greek (Liddell-Scott)

αἰψηρός: -ά, -όν, (αἶψα) = ταχύς, ὁρμητικός, κατεσπευσμένος, αἰφνίδιος, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο, ὁ κόρος ἐν τῇ θλίψει ἔρχεται ταχέως, Ὀδ. Δ. 103· λῦσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν, ἀπέλυσε τὴν συνέλευσιν τὴν ταχέως διαλυομένην· ὁ Ἀρίσταρχ. ὅμως ἑρμηνεύει αἰψηρῶς = ἐν σπουδῇ, Ἰλ. Τ. 276, Ὀδ. Β. 257.· ὡς τὸ θοὴν ἀλεγύνετε δαῖτα = θοῶς, Ὀδ. Θ. 38· ἄχρηστον παρ’ Ἀττ., πρβλ. λαιψηρός.

French (Bailly abrégé)

ά, όν :
prompt, rapide ; λύσεν δ’ ἀγορὴν αἰψηρήν IL il congédia l’assemblée qui se dispersa aussitôt.
Étymologie: αἶψα.

English (Autenrieth)

(αἶψα): quick(ly), used with the sense of the adv.; λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν, Il. 19.276, Od. 2.257; αἰψηρὸς δὲ κόρος, ‘soon’ comes, Od. 4.103.

English (Slater)

αἰψηρός
   1 sudden ὃς Ζεφύρου τε σιγάζει πνοὰς αἰψηράς Παρθ. 2. 17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 rápido, veloz como pred. λῦσεν δ' ἀγορὴν αἰψηρήν rápidamente disolvió la asamblea, Il.19.276, αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο pronto llega el cansancio del llanto lamentoso, Od.4.103, πνοαί Pi.Fr.94b.17, ἄνεμοι Philet.Fr.Poet.14, ἀνέμων ῥιπῇσιν ἐοικότες αἰψηρῇσι Q.S.8.184, πούς Lyc.515.
2 adv. -ῶς rápidamente Aristarch. en Apollon.Lex.173.

Greek Monolingual

αἰψηρός, -ά, -όν (Α)
1. γρήγορος, ορμητικός, ταχύς, βιαστικός
2. αυτός που επιτυγχάνεται, που συντελείται μέσα σε λίγο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἶψα.
ΣΥΝΘ. αρχ. αἰψηροκέλευθος.

Greek Monotonic

αἰψηρός: -ά, -όν (αἶψα), γρήγορος, ταχύς, βιαστικός, εσπευσμένος, αιφνίδιος, σε Όμηρ.