ἀλκί: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(2)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλκί]] (Α)<br />[[ποιητικός]] [[τύπος]] δοτικής του [[αλκή]] [[κατά]] μεταπλασμό<br />«ἀλκὶ πεποιθώς», <b>Ομ.</b> Ε 299<br />έχοντας [[πεποίθηση]] στη δύναμή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- (<b>βλ.</b> και [[ἄλαλκε]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλκή]].
|mltxt=[[ἀλκί]] (Α)<br />[[ποιητικός]] [[τύπος]] δοτικής του [[αλκή]] [[κατά]] μεταπλασμό<br />«ἀλκὶ πεποιθώς», <b>Ομ.</b> Ε 299<br />έχοντας [[πεποίθηση]] στη δύναμή του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη [[ρίζα]] <i>ἀλκ</i>- (<b>βλ.</b> και [[ἄλαλκε]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[ἀλκή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀλκί:''' [ῐ], ετερόκλ. δοτ. του [[ἀλκή]] (όπως αν προερχόταν από το <i>ἄλξ</i>), [[δύναμη]], [[ισχύς]], <i>ἀλκὶ πεποιθώς</i>, λέγεται για άγρια ζώα, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλκί Medium diacritics: ἀλκί Low diacritics: αλκί Capitals: ΑΛΚΙ
Transliteration A: alkí Transliteration B: alki Transliteration C: alki Beta Code: a)lki/

English (LSJ)

[ῐ], metapl. poet. dat. of ἀλκή,

   A might, strength: λέων ὣς ἀλκὶ πεποιθώς Il.5.299, cf. Od.6.130, Thgn.949; of Hector, Il.18.158, cf. Nonn.D.39.34, etc.

German (Pape)

[Seite 100] dat. vom veralteten ἄλξ, s. ἀλκή.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλκί: [ῐ], ποιητ. δοτικὴ τοῦ ἀλκὴ κατὰ μεταπλασμὸν = ἰσχύϊ, δυνάμει: ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν τύπον ἐν τῇ φράσει ἀλκὶ πεποιθὼς (πεντάκις) ἐπὶ ἀγρίων θηρίων καὶ ἅπαξ ἐπὶ τοῦ Ἕκτορος, Ἰλ. Σ. 158, πρβλ Θέογν. 949.

French (Bailly abrégé)

dat. de *ἄλξ;
force : ἀλκὶ πεποιθώς IL confiant dans sa force.
Étymologie: cf. ἀλκή.

English (Autenrieth)

see ἀλκή.

Spanish (DGE)

v. ἄλξ.

Greek Monolingual

ἀλκί (Α)
ποιητικός τύπος δοτικής του αλκή κατά μεταπλασμό
«ἀλκὶ πεποιθώς», Ομ. Ε 299
έχοντας πεποίθηση στη δύναμή του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τυπος ποιητικής δοτικής που συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα ἀλκ- (βλ. και ἄλαλκε).
ΠΑΡ. ἀλκή.

Greek Monotonic

ἀλκί: [ῐ], ετερόκλ. δοτ. του ἀλκή (όπως αν προερχόταν από το ἄλξ), δύναμη, ισχύς, ἀλκὶ πεποιθώς, λέγεται για άγρια ζώα, σε Όμηρ.