ἀμογητί: Difference between revisions

From LSJ

ἐν μὲν γὰρ εἰρήνῃ καὶ ἀγαθοῖς πράγμασιν αἵ τε πόλεις καὶ οἱ ἰδιῶται ἀμείνους τὰς γνώμας ἔχουσι διὰ τὸ μὴ ἐς ἀκουσίους ἀνάγκας πίπτειν → in peace and prosperity states and individuals have better sentiments, because they do not find themselves suddenly confronted with imperious necessities

Source
(3)
(2)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἀμογητὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμόγητος]]<br />[[δίχως]] κόπο ή [[προσπάθεια]], ακούραστα.
|mltxt=ἀμογητὶ <b>επίρρ.</b> (Α) [[ἀμόγητος]]<br />[[δίχως]] κόπο ή [[προσπάθεια]], ακούραστα.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀμογητί:''' επίρρ., [[άνευ]] μόχθου και προσπάθειας, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 18:00, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμογητί Medium diacritics: ἀμογητί Low diacritics: αμογητί Capitals: ΑΜΟΓΗΤΙ
Transliteration A: amogētí Transliteration B: amogēti Transliteration C: amogiti Beta Code: a)moghti/

English (LSJ)

Adv. of sq.,

   A without toil or effort, Il.11.637, Call.Dian. 25, D.H.Dem.8, Luc.Nav.21, Plot.6.2.21, etc.

German (Pape)

[Seite 126] ohne Anstrengung, Hom. einmal, Iliad. 11. 637 ἀμογητὶ ἄειρεν; Luc. Navig. 21 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμογητί: ἐπίρρ. τοῦ ἑπομ., ἄνευ μόχθου ἢ προσπαθείας, ἀπόνως, Ἰλ. Λ. 637.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans fatigue.
Étymologie: ἀμόγητος.

English (Autenrieth)

(μογέω): without trouble, Il. 11.637†.

Spanish (DGE)

adv. sin esfuerzo, sin trabajo ἄειρεν Il.11.637, cf. Call.Dian.25, Fr.384.33, Rhian.74.3, D.H.Dem.8, Luc.Nau.21, A.D.Adu.161.7, D.C.75.3.2, Plot.6.2.21, Alciphr.3.33.2, Nonn.D.37.587, Sud.

Greek Monolingual

ἀμογητὶ επίρρ. (Α) ἀμόγητος
δίχως κόπο ή προσπάθεια, ακούραστα.

Greek Monotonic

ἀμογητί: επίρρ., άνευ μόχθου και προσπάθειας, σε Ομήρ. Ιλ.