ἀναμπλάκητος: Difference between revisions
ἠργάζετο τῷ σώματι μισθαρνοῦσα τοῖς βουλομένοις αὐτῇ πλησιάζειν → she lived as a prostitute letting out her person for hire to those who wished to enjoy her, she worked with her body by hiring herself out to anyone who wanted to have sex with her
(3) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀναμπλάκητος]], -ον (Α) [[ἀμπλακίσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, [[αναμάρτητος]], [[αλάνθαστος]]. | |mltxt=[[ἀναμπλάκητος]], -ον (Α) [[ἀμπλακίσκω]]<br /><b>1.</b> αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί<br /><b>2.</b> αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, [[αναμάρτητος]], [[αλάνθαστος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀναμπλάκητος:''' ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον,<br /><b class="num">1.</b> [[αλάνθαστος]], μη [[εσφαλμένος]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για άνθρωπο, [[αναμάρτητος]], [[χωρίς]] [[πταίσμα]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A unerring, unfailing, Κῆρες ἀνᾰπλάκητοι S.OT 472 (lyr.). 2 of a man, without crime or error, A.Ag.345, S.Tr. 120.
German (Pape)
[Seite 198] nicht fehlend, nichtirrend, conj. Soph. Tr. 120, vgl. ἀναπλάκητος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναμπλάκητος: -ον, ὁ μὴ σφαλλόμενος, μὴ ἀποτυγχάνων, κῆρες ἀν., «ἀπλάνητοι, αἱ εἰς μηδὲν ἁμαρτάνουσαι, ἀλλὰ πάντων κρατοῦσαι» (Σχόλ.), Σοφ. Ο. Τ. 472, ἔνθα (κατὰ τὴν ἀπαίτησιν τοῦ μέτρου) ἤδη ἀναγινώσκεται ἀναπλάκητοι. Ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ 2) ὁ ἄνευ ἀμπλακήματος, ἀναμάρτητος, ἄπταιστος, Αἰσχύλ. Ἀγ. 344, Σοφ. Τρ. 120.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 infaillible, qui ne s’égare pas;
2 innocent.
Étymologie: ἀ, ἀμπλακεῖν.
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): ἀναπλ- S.OT 472
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 que no yerra o fracasa Κῆρες ἀναπλάκητοι los Hados implacables S.OT l.c., τις θεῶν αἰὲν ἀναμπλάκητον ᾍδα σφε δόμων ἐρύκει siempre hay algún dios que le libra de tropezar y caer en la mansión de Hades S.Tr.120.
2 que no desatina, que no causa ofensa c. dat. θεοῖς δ' ἀ. ... στρατός A.A.345.
Greek Monolingual
ἀναμπλάκητος, -ον (Α) ἀμπλακίσκω
1. αυτός που δεν σφάλλει, δεν αποτυγχάνει, δεν αστοχεί
2. αυτός που δεν κάνει λάθη ή αμαρτήματα, αναμάρτητος, αλάνθαστος.
Greek Monotonic
ἀναμπλάκητος: ή ἀν-ᾰπλάκητος, -ον,
1. αλάνθαστος, μη εσφαλμένος, σε Σοφ.
2. λέγεται για άνθρωπο, αναμάρτητος, χωρίς πταίσμα, σε Αισχύλ., Σοφ.