βασιληΐς: Difference between revisions
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(Bailly1_1) |
(3) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ΐδος<br /><i>adj. fém.</i><br />de roi, de reine.<br />'''Étymologie:''' [[βασιλεύς]]. | |btext=ΐδος<br /><i>adj. fém.</i><br />de roi, de reine.<br />'''Étymologie:''' [[βασιλεύς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''βᾰσῐληΐς:''' -ΐδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του [[βασίλειος]], [[βασιλικός]], [[αρχοντικός]], σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:24, 30 December 2018
English (LSJ)
ΐδος, ἡ, pecul. fem. of βασίλειος,
A royal, τιμή Il.6.193, Hes.Th.462, E.Hipp.1280(lyr.). 2 = βασίλειᾰ, a queen, Man.1.283, Epigr.Gr.989.3 (Memnon).
German (Pape)
[Seite 437] ΐδος, fem. zu βασιλεύς, Il. 6. 193 δῶκε δέ οἱ τιμῆς βασιληίδος ἥμισυ πάσης, ἅπαξ εἰρημ.; Hes. Th. 462; Eur. Hipp. 1281; sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
βασῐληΐς: ΐδος, ἡ, ἰδιότροπον θηλ. τοῦ βασίλειος, βασιλικός, τιμὴ Ἰλ. Ζ. 193· ὡσαύτως ἐν Ἡσ. Θ. 462, Εὐρ. Ἱππ. 1281. 2)=βασίλειᾰ, βασίλισσα, Μανέθ. 1. 283, Ἐπιγράμ. Ἑλλ. 989. 3, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ΐδος
adj. fém.
de roi, de reine.
Étymologie: βασιλεύς.
Greek Monotonic
βᾰσῐληΐς: -ΐδος, ἡ, ποιητ. θηλ. του βασίλειος, βασιλικός, αρχοντικός, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.