ἀνεπίπλεκτος: Difference between revisions

From LSJ

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
(4)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀνεπίπλεκτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έρχεται σε [[συνάφεια]] με άλλους, απομονωμένος.
|mltxt=[[ἀνεπίπλεκτος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που δεν έρχεται σε [[συνάφεια]] με άλλους, απομονωμένος.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀνεπίπλεκτος:''' -ον ([[ἐπί]], [[πλέκω]]), αυτός που δεν έχει [[επικοινωνία]] ή [[σύνδεση]] με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.
}}
}}

Revision as of 18:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπίπλεκτος Medium diacritics: ἀνεπίπλεκτος Low diacritics: ανεπίπλεκτος Capitals: ΑΝΕΠΙΠΛΕΚΤΟΣ
Transliteration A: anepíplektos Transliteration B: anepiplektos Transliteration C: anepiplektos Beta Code: a)nepi/plektos

English (LSJ)

ον,

   A without connexion with others, isolated, not interwoven, Str.2.5.8, al.

German (Pape)

[Seite 225] nicht verflochten, ohne enge Verbindung, Strab. 2 p. 115.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπίπλεκτος: -ον, ὁ μὴ συνδεδεμένος διὰ σχέσεων πρὸς ἄλλους, μεμονωμένος, διὰ τὸ ἀνεπίπλεκτον Στράβ. 115, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
sans liaison avec, τινι ; isolé.
Étymologie: ἀ, ἐπιπλέκω.

Spanish (DGE)

-ον
inaccesible subst. τὸ ἀ. inaccesibilidad τοῖς ἄλλοις de tribus del norte de la península Ibérica, Str.3.1.2.

Greek Monolingual

ἀνεπίπλεκτος, -ον (Α)
εκείνος που δεν έρχεται σε συνάφεια με άλλους, απομονωμένος.

Greek Monotonic

ἀνεπίπλεκτος: -ον (ἐπί, πλέκω), αυτός που δεν έχει επικοινωνία ή σύνδεση με άλλους, απομονωμένος, σε Στράβ.