εὔχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(15)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔχαλκος]], -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[επένδυση]] από χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]].
|mltxt=[[εὔχαλκος]], -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας<br /><b>2.</b> αυτός που έχει καλή [[επένδυση]] από χαλκό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[χαλκός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔχαλκος:''' -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, [[καλά]] επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχαλκος Medium diacritics: εὔχαλκος Low diacritics: εύχαλκος Capitals: ΕΥΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: eúchalkos Transliteration B: euchalkos Transliteration C: eychalkos Beta Code: eu)/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A wrought of fine brass or well-wrought in (or pointed with) brass, στεφάνη Il.7.12; ἀξίνη 13.612; μελίη 20.322; τρίποδες Od.15.84; κράνος A.Th.459; ὅπλα Id.Pers.456.

German (Pape)

[Seite 1108] von schönem Erz, aus Erz schön gearbeitet, λέβης Od. 15, 84, στεφάνη, ἀξίνη, Il. 7, 12. 13, 612, μελίη 20, 322; κράνος Aesch. Spt. 441, ὅπλα Pers. 448; sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

εὔχαλκος: -ον, εἰργασμένος ἐκ καλοῦ χαλκοῦ ἢ ἐκ καλῶς εἰργασμένου χαλκοῦ, στεφάνη Ἰλ. Η. 12· ἀξίνη Ν. 612· μελίη Υ. 322· τρίποδες Ὀδ. Ο. 84· κράνος Αἰσχύλ. Θήβ. 459· ὅπλα ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 456.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’un bon airain ou bien travaillé en airain.
Étymologie: εὖ, χαλκός.

English (Autenrieth)

of fine bronze, well mounted with bronze, Il. 20.322.

Greek Monolingual

εὔχαλκος, -ον και επικ. τ. ἐΰχαλκος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι κατεργασμένος από χαλκό καλής ποιότητας
2. αυτός που έχει καλή επένδυση από χαλκό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + χαλκός.

Greek Monotonic

εὔχαλκος: -ον, δουλεμένος, κατεργασμένος από καλό χαλκό ή από καλοδουλεμένο, καλά επεξεργασμένο χαλκό, σε Όμηρ., Αισχύλ.