ἐπαίνεσις: Difference between revisions

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοίPylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
(12)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπαίνεσις]], η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], ο [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> η [[επιδοκιμασία]].
|mltxt=[[ἐπαίνεσις]], η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) [[επαινώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] του [[επαινώ]], ο [[έπαινος]]<br /><b>2.</b> η [[επιδοκιμασία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπαίνεσις:''' -εως, ἡ, [[έπαινος]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 18:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαίνεσις Medium diacritics: ἐπαίνεσις Low diacritics: επαίνεσις Capitals: ΕΠΑΙΝΕΣΙΣ
Transliteration A: epaínesis Transliteration B: epainesis Transliteration C: epainesis Beta Code: e)pai/nesis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A praise, E.Tr.418 (pl.).

German (Pape)

[Seite 895] ἡ, das Loben, plur., Eur. Tr. 418, im Ggstz von ὄνειδος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, ἔπαινος, Εὐρ. Τρῳ. 418, ἐν τῷ πληθ.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de louer, louange.
Étymologie: ἐπαινέω.

Greek Monolingual

ἐπαίνεσις, η (AM) (Μ και ἐπαίνεση και παίνεση) επαινώ
1. η ενέργεια του επαινώ, ο έπαινος
2. η επιδοκιμασία.

Greek Monotonic

ἐπαίνεσις: -εως, ἡ, έπαινος, σε Ευρ.