μεσεγγύημα: Difference between revisions

From LSJ

κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μεσεγγύημα]] και [[μεσεγγύωμα]]) [[μεσεγγυώ]]<br />το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο [[στοιχείο]] ή και το [[ποσό]] χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο [[άτομο]] [[μέχρι]] την [[επίλυση]] της διαφοράς [[ανάμεσα]] σε αυτούς που το διεκδικούν.
|mltxt=το (Α [[μεσεγγύημα]] και [[μεσεγγύωμα]]) [[μεσεγγυώ]]<br />το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο [[στοιχείο]] ή και το [[ποσό]] χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο [[άτομο]] [[μέχρι]] την [[επίλυση]] της διαφοράς [[ανάμεσα]] σε αυτούς που το διεκδικούν.
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεσεγγύημα:''' -ατος, τό, χρήματα ή [[ενέχυρο]] κατατεθειμένο στα χέρια τρίτου, σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 19:04, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεσεγγῠημα Medium diacritics: μεσεγγύημα Low diacritics: μεσεγγύημα Capitals: ΜΕΣΕΓΓΥΗΜΑ
Transliteration A: mesengýēma Transliteration B: mesengyēma Transliteration C: meseggyima Beta Code: meseggu/hma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A money or pledge deposited with a third party, X.ap.Poll.8.28, Aeschin.3.125, Hyp.Fr.254, App.BC2.19, BGU592ii9 (ii A.D.).

German (Pape)

[Seite 137] τό, das bei einem Dritten niedergelegte Geld, die Bürgschaft, Aesch. 3, 125; Hyperid. bei Poll. 8, 28; App. B. C. 2, 19; s. Harpocr.; Isocr. 12, 13 hat Bekk. μεσεγγύωμα aufgenommen.

Greek (Liddell-Scott)

μεσεγγύημα: τό, χρήματα ἢ ἐνέχυρον κατατεθειμένα ἐν χερσὶ τρίτου, Αἰσχίν. 71. 18, Ὑπερείδ. καὶ Ξεν. παρὰ Πολυδ. Η΄, 28.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
gage déposé entre les mains d’un tiers.
Étymologie: μεσεγγυάω.

Greek Monolingual

το (Α μεσεγγύημα και μεσεγγύωμα) μεσεγγυώ
το διεκδικούμενο κινητό ή ακίνητο στοιχείο ή και το ποσό χρημάτων που παραδίδεται σε τρίτο άτομο μέχρι την επίλυση της διαφοράς ανάμεσα σε αυτούς που το διεκδικούν.

Greek Monotonic

μεσεγγύημα: -ατος, τό, χρήματα ή ενέχυρο κατατεθειμένο στα χέρια τρίτου, σε Αισχίν.