πυρωπός: Difference between revisions
τῶν Λειβηθρίων ἀμουσότερος → more uncultured than Leibethrans, more uncultured than the people of Leibethra, lowest degree of mental cultivation
(35) |
(6) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[πυρωπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, όμοιος με [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρωπό</i><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών γρανατών και του οποίου η [[διαφανής]] [[μορφή]] αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή [[ρουμπίνι]] του Ακρωτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυρωπόν</i><br />[[είδος]] ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) με πυρώδες [[βλέμμα]] («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> «[[φωτιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρρεν</i>-<i>ωπός</i>, <i>γοργ</i>-<i>ωπός</i>)]. | |mltxt=-ή, -ό / [[πυρωπός]], -όν, ΝΑ<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] της φωτιάς, όμοιος με [[φωτιά]]<br /><b>2.</b> αυτός που έχει φλογερό [[βλέμμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το πυρωπό</i><br /><b>(ορυκτ.)</b> πυριτικό [[ορυκτό]] του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην [[ομάδα]] τών γρανατών και του οποίου η [[διαφανής]] [[μορφή]] αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή [[ρουμπίνι]] του Ακρωτηρίου<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πυρωπόν</i><br />[[είδος]] ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) με πυρώδες [[βλέμμα]] («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πῦρ</i> «[[φωτιά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>αρρεν</i>-<i>ωπός</i>, <i>γοργ</i>-<i>ωπός</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''πῠρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει πύρινη όψη, [[πυρώδης]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:09, 30 December 2018
English (LSJ)
όν, (ὤψ)
A fiery-eyed, fiery, κεραυνός A.Pr.667; γλῆνος Id.Fr.300.4; δι' ἀστέρων διῆλθε τὰν π. κέλευθον IG9(1).880.7 (Corc.); [ῥόδον] τῇ ὄψει π. Plu.2.648a; τὸ λαμπρὸν καὶ π. ib.404d: neut. as Adv., πυρωπὸν ἐμβλέπειν Ph.2.331. II Subst. pyropus, a kind of red bronze, Plin.HN34.94.
German (Pape)
[Seite 826] feueräugig, feurig; κεραυνός, Aesch. Prom. 670; ἥλιος, fr. 290; Plut. fac. orb. lun. 21 M.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρωπός: -όν, (ὄψ) πυρώδη ὄψιν ἔχων, ὅμοιος πυρί, πυρώδης, κεραυνὸς Αἰσχύλ. Πρ. 667· ἥλιος ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 304· ἀστέρων π. κέλευθος Συλλ. Ἐπιγρ. 1907· ῥόδον τῇ ὄψει π. Πλούτ. 5. 648Α· τὸ λαμπρὸν καὶ π. αὐτόθι 404D. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., pyropus, εἶδος ἐρυθροῦ ὀρειχάλκου, Πλίν. 34. 20, πρβλ. Lucret. 2. 803, Ὀβιδ. Μεταμ. 2. 2.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
d’un rouge de feu ; τὸ πυρωπόν couleur d’un rouge de feu.
Étymologie: πῦρ, ὤψ.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πυρωπός, -όν, ΝΑ
1. αυτός που έχει το χρώμα της φωτιάς, όμοιος με φωτιά
2. αυτός που έχει φλογερό βλέμμα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρωπό
(ορυκτ.) πυριτικό ορυκτό του μαγνησίου και του αργιλίου που ανήκει στην ομάδα τών γρανατών και του οποίου η διαφανής μορφή αποτελεί ημιπολύτιμο λίθο, αλλ. γρανάτης Βοημίας ή ρουμπίνι του Ακρωτηρίου
αρχ.
1. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυρωπόν
είδος ερυθρού ορειχάλκου από τον οποίο κατασκεύαζαν ράβδους ή πλάκες
2. (το ουδ. ως επίρρ.) με πυρώδες βλέμμα («πυρωπὸν ἐμβλέπειν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πῦρ «φωτιά» + -ωπός (πρβλ. αρρεν-ωπός, γοργ-ωπός)].
Greek Monotonic
πῠρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει πύρινη όψη, πυρώδης, σε Αισχύλ.