στρατοπεδεία: Difference between revisions

From LSJ

ποῖόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων → what a word has escaped the barrier of your teeth

Source
(38)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΑ [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[υπηρεσία]] στρατοπεδείας»<br /><b>στρ.</b> ειδική [[ομάδα]] αξιωματικών και οπλιτών που έχει [[αρμοδιότητα]] να ανιχνεύει μια [[περιοχή]] και να βρίσκει [[τόπο]] κατάλληλο για την [[εγκατάσταση]] στρατιωτικής μονάδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρατοπέδευση]].
|mltxt=η, ΝΑ [[στρατοπεδεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[υπηρεσία]] στρατοπεδείας»<br /><b>στρ.</b> ειδική [[ομάδα]] αξιωματικών και οπλιτών που έχει [[αρμοδιότητα]] να ανιχνεύει μια [[περιοχή]] και να βρίσκει [[τόπο]] κατάλληλο για την [[εγκατάσταση]] στρατιωτικής μονάδας<br /><b>αρχ.</b><br />[[στρατοπέδευση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''στρᾰτοπεδεία:''' ἡ, = [[στρατοπέδευσις]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 19:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στρᾰτοπεδεία Medium diacritics: στρατοπεδεία Low diacritics: στρατοπεδεία Capitals: ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΕΙΑ
Transliteration A: stratopedeía Transliteration B: stratopedeia Transliteration C: stratopedeia Beta Code: stratopedei/a

English (LSJ)

ἡ,

   A encampment, X.HG4.1.24, Aen.Tact.16.15, LXX Jo.4.3, Plb.1.48.10, al., D.H.10.23, Ael. Tact.3.3.

German (Pape)

[Seite 952] ἡ, = στρατοπέδευσις; Xen. Hell. 4, 1, 24; D. Hal. 3, 55 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, Ξεν. Ἑλλ. 4. 1, 24, Διον. Ἁλ. 10. 36.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
campement.
Étymologie: στρατόπεδον.

Greek Monolingual

η, ΝΑ στρατοπεδεύω
νεοελλ.
φρ. «υπηρεσία στρατοπεδείας»
στρ. ειδική ομάδα αξιωματικών και οπλιτών που έχει αρμοδιότητα να ανιχνεύει μια περιοχή και να βρίσκει τόπο κατάλληλο για την εγκατάσταση στρατιωτικής μονάδας
αρχ.
στρατοπέδευση.

Greek Monotonic

στρᾰτοπεδεία: ἡ, = στρατοπέδευσις, σε Ξεν.