χειμερίζω: Difference between revisions

From LSJ

πλέομεν δ' ἐπὶ οἴνοπα πόντον → we're sailing upon the wine-dark sea

Source
(46)
(6)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον χειμώνα σε έναν [[τόπο]], [[ξεχειμωνιάζω]]<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χειμερίζει</i><br />έρχεται ο [[χειμώνας]], χειμωνιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] /[[χειμών]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]])].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[περνώ]] τον χειμώνα σε έναν [[τόπο]], [[ξεχειμωνιάζω]]<br /><b>2.</b> (ως τριτοπρόσ.) <i>χειμερίζει</i><br />έρχεται ο [[χειμώνας]], χειμωνιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[χεῖμα]] /[[χειμών]] (για τη [[μορφή]] του θ. <b>βλ. λ.</b> [[χειμώνας]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''χειμερίζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, = [[χειμάζω]] I, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 19:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χειμερίζω Medium diacritics: χειμερίζω Low diacritics: χειμερίζω Capitals: ΧΕΙΜΕΡΙΖΩ
Transliteration A: cheimerízō Transliteration B: cheimerizō Transliteration C: cheimerizo Beta Code: xeimeri/zw

English (LSJ)

   A = χειμάζω 1.2, pass the winter, winter, περὶ Μίλητον Hdt.6.31; περὶ Θεσσαλίην 8.126; ἐνθαῦτα 7.37; ἐν Κύμῃ, αὐτοῦ, 8.130; also in later Prose, D.H.15.10; μετὰ τῶν λόγων Them.Or.10.130a.    II to be stormy, Thphr.Sign.42.

German (Pape)

[Seite 1342] att. -ιῶ, wie χειμάζω, durchwintern, den Winter zubringen; Her. 6, 31. 7, 37. 8, 126. 130 u. sonst; Hesych. erkl. διαχειμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

χειμερίζω: χειμάζω Ι. 2, διέρχομαι τὸν χειμῶνα, διαχειμάζω, χειμερίσας περὶ Μίλητον Ἡρόδ. 6. 31· χειμερίσας τε ἄμεινον εἶναι ἐν Θεσσαλίῃ 8. 113· ἐνθαῦτα χ. 7. 37· αἱ δὲ τῶν νηῶν καὶ ἐχειμέρισαν αὐτοῦ 8, 130· οὐχὶ παρ’ Ἀττ. ΙΙ. χειμωνιάζω, ἐὰν λύχνος ὥσπερ κέγχροις πολλοῖς κατάπλεως ᾖ, χειμερίσει, θὰ χειμωνιάσῃ, θὰ γίνῃ τρικυμία, Θεοφρ. Ἀποσπ. 6. 3. 5.

French (Bailly abrégé)

hiverner.
Étymologie: χειμέριος.

Greek Monolingual

Α
1. περνώ τον χειμώνα σε έναν τόπο, ξεχειμωνιάζω
2. (ως τριτοπρόσ.) χειμερίζει
έρχεται ο χειμώνας, χειμωνιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χεῖμα /χειμών (για τη μορφή του θ. βλ. λ. χειμώνας)].

Greek Monotonic

χειμερίζω: μέλ. -σω, = χειμάζω I, σε Ηρόδ.