καλοκἀγαθός: Difference between revisions
Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat
mNo edit summary |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλοκἄγαθος]], Μ [[καλοκάγαθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γεμάτος]] [[καλοσύνη]] και [[αγαθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους δόκιμους συγγραφείς [[πάντοτε]] [[χωριστά]] [[καλός]] καγαθός</i>, μόνο στον <b>[[Πολυδ]].</b> ενωμένα σε μία [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[ευπατρίδης]], [[επιφανής]] [[άνδρας]]<br /><b>2.</b> [[τέλειος]] [[άνθρωπος]], με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό [[κάλλος]] με την [[ηθική]] [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> (αργότερα τα δύο [[χωριστά]] επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα <b>κ.λπ.</b>) [[τέλειος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγάθως</i> (Α)<br /><b>πάπ.</b> με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τη φρ. <i>καλὸς κἀγαθός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καὶ [[ἀγαθός]]) (<b>βλ.</b> και [[καλός]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[καλοκἄγαθος]], Μ [[καλοκάγαθος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br />[[γεμάτος]] [[καλοσύνη]] και [[αγαθότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br />(στους δόκιμους συγγραφείς [[πάντοτε]] [[χωριστά]] [[καλός]] καγαθός</i>, μόνο στον <b>[[Πολυδ]].</b> ενωμένα σε μία [[λέξη]])<br /><b>1.</b> [[ευπατρίδης]], [[επιφανής]] [[άνδρας]]<br /><b>2.</b> [[τέλειος]] [[άνθρωπος]], με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό [[κάλλος]] με την [[ηθική]] [[τελειότητα]]<br /><b>3.</b> (αργότερα τα δύο [[χωριστά]] επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα <b>κ.λπ.</b>) [[τέλειος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>καλοκἀγάθως</i> (Α)<br /><b>πάπ.</b> με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> τη φρ. <i>καλὸς κἀγαθός</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>καὶ [[ἀγαθός]]) (<b>βλ.</b> και [[καλός]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰλοκἀγᾰθός:''' -όν, στους δόκιμους συγγραφείς το συναντάμε ξεχωριστό, δηλ. καλὸς [[κἀγαθός]], [[ωραίος]] και [[αγαθός]], [[ευγενής]] και [[αγαθός]], χρησιμοποιείται για ευγενείς ή ευπατρίδες, Λατ. optimates, σε Ηρόδ., Αττ.· [[έπειτα]], καλὸς [[κἀγαθός]], σήμαινε τον τέλειο άνθρωπο, τον ιδανικό άνθρωπο, ως προς τον χαρακτήρα και τις πράξεις, σε Πλάτ., Ξεν.· λέγεται για το στρατό, σε Ξεν. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, an adject. form, perh. only in Poll.4.11 (in all early writers written divisim καλὸς κἀγαθός) ; καλὸς κἀγαθός orig. denotes a
A perfect gentleman, Hdt.1.30, Ar.Eq.185, 735, al., Th.4.40, 8.48, X.HG5.3.9, Arist.Pol.1293b39, etc.; καλώ τε κἀγαθώ X.An.4.1.19; but later in a moral sense, a perfect character, Arist.MM1207b25; also applied to qualities, actions, etc., οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι Pl.Ap.21d; τῶν καλῶν τε κἀγαθῶν ἔργων X. Mem.2.1.20; καρτερία κ. κ. Pl.La.192c; καρδία κ. καὶ ἀ. Ev.Luc.8.15; πάντα ἔμοιγε δοκεῖ τὰ καλὰ καὶ τἀγαθὰ ἀσκητὰ εἶναι X.Mem.1.2.23, cf. Cyr.2.1.17; of things, admirable, splendid, ib.3.3.6; πᾶν ὅ τι κ. καὶ ἀ. ἐστιν ἐν Σάρδεσιν ib.7.2.12; μαντεῖαι πολλαὶ καὶ καλαὶ κἀγ. καὶ ἀληθεῖς D.Ep.1.16: Sup., ὅ τι κάλλιστον καὶ ἄριστον ἔχετε X.An. 2.1.9, cf. 5.6.28: rarely with words between, ἦν καὶ κ., ὦ δέσποτα, καὶ ἀ. v.l. in Id.Cyr.4.6.3; ἅμα μὲν κ., ἅμα δὲ ἀ. Pl.Ti.88c; κ. μὲν γὰρ ἦν καὶ ἀ. ὁ Βρασίδας Plu.Lyc.25.
German (Pape)
[Seite 1312] d. i. καλὸς καὶ ἀγαθός, u. so bei den guten Schriftstellern zu schreiben, vgl. Lob. zu Phryn. 603, der, wenn die zusammengesetzte Form vorkommt, καλοκἄγαθος zu betonen räth, wie auch Bekker Poll. 4, 11 schreibt; schön u. gut, der Mann, wie er sein soll, gewandt und tüchtig, redlich u. zuverlässig, ein Ehrenmann, bieder u. brav, s. καλός. Die καλοὶ καὶ ἀγαθοί sind bes. in Athen die optimates, Männer von guter Herkunft, Erziehung u. Lebensart, die Gebildeten, im Ggstz der rohen Volksmasse.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
beau et bon, noble et bon.
Étymologie: καλός, κἀγαθός.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλοκἄγαθος, Μ καλοκάγαθος, -ον)
νεοελλ.-μσν.
γεμάτος καλοσύνη και αγαθότητα
αρχ.
(στους δόκιμους συγγραφείς πάντοτε χωριστά καλός καγαθός, μόνο στον Πολυδ. ενωμένα σε μία λέξη)
1. ευπατρίδης, επιφανής άνδρας
2. τέλειος άνθρωπος, με όλα τα προσόντα που αποτελούν τον ευγενή και καλοαναθρεμμένο άνδρα, που συνδυάζει το εξωτερικό κάλλος με την ηθική τελειότητα
3. (αργότερα τα δύο χωριστά επίθ. και για ιδιότητες, ενέργειες, πράγματα κ.λπ.) τέλειος.
επίρρ...
καλοκἀγάθως (Α)
πάπ. με χρηστό τρόπο, ενάρετα, καλοκάγαθα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τη φρ. καλὸς κἀγαθός (< καὶ ἀγαθός) (βλ. και καλός)].
Greek Monotonic
κᾰλοκἀγᾰθός: -όν, στους δόκιμους συγγραφείς το συναντάμε ξεχωριστό, δηλ. καλὸς κἀγαθός, ωραίος και αγαθός, ευγενής και αγαθός, χρησιμοποιείται για ευγενείς ή ευπατρίδες, Λατ. optimates, σε Ηρόδ., Αττ.· έπειτα, καλὸς κἀγαθός, σήμαινε τον τέλειο άνθρωπο, τον ιδανικό άνθρωπο, ως προς τον χαρακτήρα και τις πράξεις, σε Πλάτ., Ξεν.· λέγεται για το στρατό, σε Ξεν. κ.λπ.