κάπη: Difference between revisions

From LSJ

Βίων δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονBion used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Bion said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κάπη]], ἡ (Α)<br />η [[φάτνη]] («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. [[κάπτω]] και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kap</i> «[[λαμβάνω]], [[πιάνω]]»].
|mltxt=[[κάπη]], ἡ (Α)<br />η [[φάτνη]] («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. [[κάπτω]] και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kap</i> «[[λαμβάνω]], [[πιάνω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κάπη:''' [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. <i>κάπῃσι</i>· (βλ. [[κάπτω]])· [[φάτνη]] για την [[τροφή]] των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 19:43, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάπη Medium diacritics: κάπη Low diacritics: κάπη Capitals: ΚΑΠΗ
Transliteration A: kápē Transliteration B: kapē Transliteration C: kapi Beta Code: ka/ph

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ, (κάπτω)

   A crib, manger, [ἵππους] κατέδησαν ἐπ' ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Il.8.434; ἐφ' ἱππείῃσι κάπῃσι Od.4.40; βουστάθμου κάπης S.Ichn.8; ἀντὶ κάπης Lyc.95: κάπηθεν as Adv., Suid.

German (Pape)

[Seite 1322] ἡ (vgl. κάπτω), die Krippe, Il. 8, 434 u. Od. 4, 40, im plur.; sp. D., wie Lycophr. 95.

Greek (Liddell-Scott)

κάπη: ᾰ, ἡ, (ἴδε κάπτω) θέσις διὰ τὴν τροφὴν τῶν ζῴων, φάτνη, ἵππους κατέδησαν ἐπ’ ἀμβροσίῃσι κάπῃσιν Ἰλ. Θ. 434· ἐφ’ ἱππείῃσι κάπῃσι Ὀδ. Δ. 40· ἀντὶ κάπης Λυκόφρ. 95· κάπηθεν, ὡς Ἐπίρρ., Σουΐδ.· καὶ ἐπίθετόν τι καπαῖος, ἀναφέρεται ἐν τοῖς Ὀξον. Ἀνεκδ. 3. 83, 13, πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἀντιφάνους, καπαῖον Δία· ἤτοι φατναῖον, ἴδε Meineke εἰς Ἕλλ. Κωμ. 3. 58.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
d’ord. au pl.
crèche, mangeoire.
Étymologie: DELG κάπτω.

English (Autenrieth)

pl. dat. κάπῃσι: crib, manger, Od. 4.40, Il. 8.434.

Greek Monolingual

κάπη, ἡ (Α)
η φάτνη («ἐφ' ἱππίῃσι κάπῃσι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται ετυμολογικώς με το ρ. κάπτω και ανάγεται κι αυτή στην ΙΕ ρίζα kap «λαμβάνω, πιάνω»].

Greek Monotonic

κάπη: [ᾰ], Επικ. δοτ. πληθ. κάπῃσι· (βλ. κάπτωφάτνη για την τροφή των ζώων, παχνί, σε Όμηρ.