ὑφιζάνω: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
(44)
(6)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, [[ὅπως]] [[σίδηρος]] ἐξολισθάνοι [[μάτην]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]], [[κατακαθίζω]] («τὸ [[χῶμα]] ὑφίζανεν [[ἄφνω]]», <b>Αππ.</b>)<br /><b>4.</b> (για την [[επιδερμίδα]] [[μετά]] από [[μεγάλη]] [[στέρηση]]) [[βαθουλώνω]] ή [[κρεμάω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> <b>εκκλ.</b> (για τους αγγέλους) [[είμαι]] [[κατώτερος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱζάνω]], [[άλλος]] τ. του ρ. <i>ἵζω</i>].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κάθομαι]]<br /><b>2.</b> [[κάθομαι]] [[κάτω]] συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, [[ὅπως]] [[σίδηρος]] ἐξολισθάνοι [[μάτην]]», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> [[υφίσταμαι]] [[καθίζηση]], [[κατακαθίζω]] («τὸ [[χῶμα]] ὑφίζανεν [[ἄφνω]]», <b>Αππ.</b>)<br /><b>4.</b> (για την [[επιδερμίδα]] [[μετά]] από [[μεγάλη]] [[στέρηση]]) [[βαθουλώνω]] ή [[κρεμάω]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> <b>εκκλ.</b> (για τους αγγέλους) [[είμαι]] [[κατώτερος]] κάποιου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱζάνω]], [[άλλος]] τ. του ρ. <i>ἵζω</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ὑφιζάνω:''' = <i>ὑφίξω</i>, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, [[ζαρώνω]] [[κάτω]] από, με δοτ., σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑφιζάνω Medium diacritics: ὑφιζάνω Low diacritics: υφιζάνω Capitals: ΥΦΙΖΑΝΩ
Transliteration A: hyphizánō Transliteration B: hyphizanō Transliteration C: yfizano Beta Code: u(fiza/nw

English (LSJ)

   A = ὑφίζω, Arist. HA637b8; κατὰ τὸν θᾶκον Pyrgioap.Ath.4.143e; ὑφίζανον κύκλοις were crouching beneath... E.Ph.1382.    II sink, settle down, τὸ χῶμα ὑ. App.Mith.36, cf. Arr.An.2.27.4, Gal.10.973, Procop.Goth.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφιζάνω: ὑφίζω, κατὰ τὸν θᾶκον τὸν τοῦ πατρὸς ὑφιζάνουσιν Πυργίων παρ’ Ἀθην. 143Ε· ἀλλ’ ὑφίζανον κύκλοις ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην, ἀλλ’ ὑπένευον ὑπὸ τὰς ἀσπίδας ὅπως αἱ ὑπὸ τῶν δοράτων προσβολαὶ ἐκπίπτοιεν ἄπρακτοι, Εὐρ. Φοίν. 1382. ΙΙ. κατακαθίζω, τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω Ἀππ. Μιθρ. 26, πρβλ. Ἀρρ. Ἀν. 2. 27.

French (Bailly abrégé)

I. 1 s’asseoir sous, être posé ou fixé sous, τινι;
2 s’affaisser;
3 déposer, former un dépôt en parl. d’un liquide;
II. être assis derrière.
Étymologie: ὑπό, ἱζάνω.

Greek Monolingual

Α
1. κάθομαι
2. κάθομαι κάτω συσπειρωμένος, μαζεύομαι («ὑφίζανον κύκλοις, ὅπως σίδηρος ἐξολισθάνοι μάτην», Ευρ.)
3. υφίσταμαι καθίζηση, κατακαθίζω («τὸ χῶμα ὑφίζανεν ἄφνω», Αππ.)
4. (για την επιδερμίδα μετά από μεγάλη στέρηση) βαθουλώνω ή κρεμάω
5. μτφ. εκκλ. (για τους αγγέλους) είμαι κατώτερος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἱζάνω, άλλος τ. του ρ. ἵζω].

Greek Monotonic

ὑφιζάνω: = ὑφίξω, κουλουριάζομαι, μαζεύομαι, ζαρώνω κάτω από, με δοτ., σε Ευρ.