καταθεματίζω: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταθεματίζω]] (Α) [[κατάθεμα]]<br />[[αναθεματίζω]].
|mltxt=[[καταθεματίζω]] (Α) [[κατάθεμα]]<br />[[αναθεματίζω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταθεματίζω:''' = [[ἀναθεματίζω]], [[καταριέμαι]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 19:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθεματίζω Medium diacritics: καταθεματίζω Low diacritics: καταθεματίζω Capitals: ΚΑΤΑΘΕΜΑΤΙΖΩ
Transliteration A: katathematízō Transliteration B: katathematizō Transliteration C: katathematizo Beta Code: kataqemati/zw

English (LSJ)

   A = ἀναθεματίζω, Ev.Matt.26.74.

German (Pape)

[Seite 1349] = καταναθεματίζω, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καταθεματίζω: ἀναθεματίζω, κατὰ τὴν ἀνάγνωσιν τῶν κριτικῶν ἐκδόσ. τῆς Καιν. Διαθ. ἐν Εὐαγγ. κ. Ματθ. κς΄, 74, Ἀποκάλ. κβ', 3, ἀντὶ καταναθεματίζω·-καταθεματισμός, οῦ, ὁ, Ἰουστ. Μάρτ. Ἀποκρ. πρὸς Ὀρθοδ. 121, ἔνθα ὡσαύτως ὁρίζεται τὸ κατάθεμα, ὡς σημαῖνον τὸ συνθέσθαι τοῖς ἀναθεματίζουσιν.

French (Bailly abrégé)

c. καταναθεματίζω.

English (Thayer)

(καταναθεματίζω) (κατανάθεμα, which see); equivalent to καταθεματίζω (q v.) (Justin Martyr, dialog contra Trypho,
c. 47, and other ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

καταθεματίζω (Α) κατάθεμα
αναθεματίζω.

Greek Monotonic

καταθεματίζω: = ἀναθεματίζω, καταριέμαι, σε Καινή Διαθήκη