ἐξαρκής: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(12)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐξαρκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[αρκετός]], [[επαρκής]] («πλοῡτος [[ἐξαρκής]] δόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξαρκὲς τίθημί τι» — [[βάζω]] σε [[τάξη]] [[κάτι]], [[ρυθμίζω]], [[τακτοποιώ]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρκος]])].
|mltxt=[[ἐξαρκής]], -ές (Α)<br /><b>1.</b> [[ικανός]], [[αρκετός]], [[επαρκής]] («πλοῡτος [[ἐξαρκής]] δόμοις», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ἐξαρκὲς τίθημί τι» — [[βάζω]] σε [[τάξη]] [[κάτι]], [[ρυθμίζω]], [[τακτοποιώ]] [[κάτι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>εξ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρκής</i>, <b>[[πρβλ]].</b> <i>επ</i>-<i>αρκής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρκος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐξαρκής:''' -ές, [[αρκετός]], [[ικανός]], [[επαρκής]], σε Αισχύλ., Σοφ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξαρκής Medium diacritics: ἐξαρκής Low diacritics: εξαρκής Capitals: ΕΞΑΡΚΗΣ
Transliteration A: exarkḗs Transliteration B: exarkēs Transliteration C: eksarkis Beta Code: e)carkh/s

English (LSJ)

ές,

   A enough, sufficient, πλοῦτος ἐ. δόμοις A.Pers.237 (troch.); τἄνδον ἐξαρκῆ τιθέναι put in order, S.Tr.334.

German (Pape)

[Seite 872] ές, aus-, hinreichend; πλοῦτος ἐξαρκὴς δόμοις Aesch. Pers. 233; ὡς ἐγὼ δὲ τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, daß ich Alles im Hause gehörig besorge, Soph. Tr. 333.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρκής: -ές, ἀρκετός, ἱκανός, πλοῦτος ἐξ. δόμους Αἰσχύλ. Πέρσ. 237· ὡς... τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ, ὅπως βάλω εἰς τάξιν τὰ ἔνδον, Σοφ. Τρ. 334.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
suffisant.
Étymologie: ἐξαρκέω.

Spanish (DGE)

-ές

• Grafía: acent. ἔξαρκες Lib.Decl.20.10
1 ref. cantidad suficiente, bastante πλοῦτος ἐ. δόμοις; ¿hay en las casas riqueza suficiente? A.Pers.237.
2 ref. cualidad suficiente, correcto, que está en orden ἐγώ τε τἄνδον ἐξαρκῆ τιθῶ mientras que yo pongo en orden lo de dentro S.Tr.334, τοῦτο ἔξαρκες τὸ προελέσθαι Lib.l.c.

Greek Monolingual

ἐξαρκής, -ές (Α)
1. ικανός, αρκετός, επαρκής («πλοῡτος ἐξαρκής δόμοις», Αισχύλ.)
2. φρ. «ἐξαρκὲς τίθημί τι» — βάζω σε τάξη κάτι, ρυθμίζω, τακτοποιώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -αρκής, πρβλ. επ-αρκής (< άρκος)].

Greek Monotonic

ἐξαρκής: -ές, αρκετός, ικανός, επαρκής, σε Αισχύλ., Σοφ.