ὀρροπύγιον: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
(29) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ὀρροπύγιον]] και [[οὐροπύγιον]] και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κάτω]] [[άκρο]] του οστού του κόκκυγος, [[ιδίως]] τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς<br /><b>2.</b> η [[ουρά]] ή ο [[γλουτός]] [[κάθε]] ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρρος]] «το [[άκρο]] του ιερού οστού» <span style="color: red;">+</span> -<i>πύγιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «[[γλουτός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ορθο</i>-<i>πύγιον</i>]. | |mltxt=[[ὀρροπύγιον]] και [[οὐροπύγιον]] και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)<br /><b>1.</b> το [[κάτω]] [[άκρο]] του οστού του κόκκυγος, [[ιδίως]] τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς<br /><b>2.</b> η [[ουρά]] ή ο [[γλουτός]] [[κάθε]] ζώου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὄρρος]] «το [[άκρο]] του ιερού οστού» <span style="color: red;">+</span> -<i>πύγιον</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυγή]] «[[γλουτός]]»), <b>πρβλ.</b> <i>ορθο</i>-<i>πύγιον</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρροπύγιον:''' [ῡ], τό, [[άκρο]] οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η [[ουρά]] ή το [[οστό]] [[κόκκυγας]] στην [[απόληξη]] της σπονδυλικής στήλης [[κάθε]] ζώου, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], Ion. ὀρσοπύγιον GDI5702.35 (Samos, iv B. C.), τό: (ὄρρος):—
A rump of birds, in which the tail-feathers are set, Arist. HA504a32,618b33, al. (with vv. ll. οὐροπ-, ὀροπ-, cf. τοὐροπ- in Phld. Rh.2.189 S., but ὀρροπ- is certain in IG22.1498.27 (Athens, iv B. C.)); of the sepia, Arist.HA525a12 : generally, tail, rump of any animal, Ar.V.1075, Nu.162.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, τὸ ἄκρον τοῦ κόκκυγος λεγομένου ὀστοῦ τῶν πτηνῶν, ὅθεν φύονται τὰ πτερὰ τῆς οὐρᾶς, κοινῶς «κωλοκούκουρον», Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 12, 9., 9. 32, 3 καὶ 5 (ἔνθα ὁ Βεκκῆρ. διατηρεῖ οὐροπ-, ἀλλ’ ἴδε Cobet V. LL. 278)· - τὸ οὐραῖον πτερύγιον τῶν ἰχθύων, αὐτόθι 4. 1. 25· - καθόλου, ἡ οὐρὰ ἢ ὁ γλουτὸς παντὸς ζῴου, Ἀριστοφ. Σφ. 1075, Νεφ. 162.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 extrémité de la colonne vertébrale, particul. croupion d’un oiseau;
2 nageoire de poisson;
3 organe auquel s’adapte le dard d’un cousin.
Étymologie: ὄρνυμι, πυγή.
Greek Monolingual
ὀρροπύγιον και οὐροπύγιον και ιων. τ. ὀρσοπύγιον, τὸ (Α)
1. το κάτω άκρο του οστού του κόκκυγος, ιδίως τών πτηνών, όπου φυτρώνουν τα φτερά της ουράς
2. η ουρά ή ο γλουτός κάθε ζώου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄρρος «το άκρο του ιερού οστού» + -πύγιον (< πυγή «γλουτός»), πρβλ. ορθο-πύγιον].
Greek Monotonic
ὀρροπύγιον: [ῡ], τό, άκρο οστού όπου βγαίνουν τα φτερά της ουράς του πουλιού· γενικά, η ουρά ή το οστό κόκκυγας στην απόληξη της σπονδυλικής στήλης κάθε ζώου, σε Αριστοφ.