Κάρ: Difference between revisions
Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit
mNo edit summary |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{Slater | {{Slater | ||
|sltr=[[Κάρ]], v. [[Κήρ]]. | |sltr=[[Κάρ]], v. [[Κήρ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Κάρ:''' ὁ, γεν. <i>Κᾱρός</i>, πληθ. <i>Κᾶρες</i>, ο [[κάτοικος]] της Καρίας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θηλ. [[Κάειρα]][ᾰ], στο ίδ.· οι Κάρες μισθώνονταν ως μισθοφόροι και χρησιμοποιούνταν για να φυλάττουν την [[ζωή]] των πολιτών και των στρατιωτών· απ' όπου, <i>ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν</i>, όταν [[κάποιος]] βάζει κάποιον [[άλλο]] να κινδυνεύσει για [[χάρη]] του, για λογαριασμό του ή στην [[θέση]] του, δηλ. έναν Κάρα, Λατ. [[experimentum]] facere in corpore vili, σε Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ο, gen. Κᾱρός, pl. Κᾶρες (contr. fr. Κᾰερ-), Carian, Il.2.867, etc.:—fem. Κάειρα [ᾰ] (q.v.): employed as mercenaries,
A καὶ δὴ 'πίκουρος ὥστε Κὰρ κεκλήσομαι Archil.24, cf. Ephor.12 J.: hence prov., ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν (cf. run the risk with a Carian, spare the citizens by making use of mercenaries, experimentum facere in corpore vili), E.Cyc. 654, cf. Sch.Pl.La.187b, Euthd.285c; ἐν Καρὶ τὸν κίνδυνον . . πειρᾶσθαι Cratin.16, cf. Philem.18; δεῖ ἐν Καρὶ τὴν πεῖραν, οὐκ ἐν τῷ στρατηγῷ γίνεσθαι Plb.10.32.11; ἐν τῷ Καρὶ καὶ οὐκ ἐν τοῖς ἑαυτῶν σώμασι τὰς πείρας ποιούμενοι Aristid.1.163 J. II v. Κήρ.
French (Bailly abrégé)
Καρός (ὁ) :
Carien, habitant de la Carie ; οἱ Κᾶρες, les Cariens.
Étymologie: cf. Καρία.
English (Autenrieth)
pl. Κᾶρες: the Carians, inhabitants of Caria in Asia Minor, Il. 2.867. (Il.)
English (Slater)
Greek Monotonic
Κάρ: ὁ, γεν. Κᾱρός, πληθ. Κᾶρες, ο κάτοικος της Καρίας, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· θηλ. Κάειρα[ᾰ], στο ίδ.· οι Κάρες μισθώνονταν ως μισθοφόροι και χρησιμοποιούνταν για να φυλάττουν την ζωή των πολιτών και των στρατιωτών· απ' όπου, ἐν τῷ Καρὶ κινδυνεύειν, όταν κάποιος βάζει κάποιον άλλο να κινδυνεύσει για χάρη του, για λογαριασμό του ή στην θέση του, δηλ. έναν Κάρα, Λατ. experimentum facere in corpore vili, σε Ευρ.