εὕστρα: Difference between revisions
ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὕστρα]] ή εὔστρα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[λάκκος]] στον οποίο καψάλιζαν τις [[τρίχες]] τών σφαγμένων χοίρων<br /><b>2.</b> καψαλισμένο, καβουρδισμένο [[κριθάρι]], από το οποίο κατασκευάζονταν τα [[άλφιτα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] παλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>εύω</i>]. | |mltxt=[[εὕστρα]] ή εὔστρα, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> [[λάκκος]] στον οποίο καψάλιζαν τις [[τρίχες]] τών σφαγμένων χοίρων<br /><b>2.</b> καψαλισμένο, καβουρδισμένο [[κριθάρι]], από το οποίο κατασκευάζονταν τα [[άλφιτα]]<br /><b>3.</b> [[είδος]] παλμού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>εύω</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὕστρα:''' ή [[εὔστρα]] ([[εὕω]]), [[μέρος]] όπου καψαλίζουν σφαγμένους χοίρους, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:52, 30 December 2018
English (LSJ)
or εὔστρα (EM398.31), ἡ: (εὕω):—
A place for singeing slaughtered swine, Ar.Eq.1236 (pl.). II roasted barley, from which ἄλφιτα were made, Paus.Gr.Fr.184, cf. EM90.31. 2 a kind of pulse, PTeb.9.14, 11.9 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 1099] ἡ, 1) der Ort, wo die geschlachteten Schweine abgesengt werden, Ar. Equ. 1232, wo εὔστραις steht, Schol. τὸ μαδιστήριον, ἀπὸ τοῦ εὔειν καὶ φλογίζειν τοὺς χοίρους; bei Poll. 6, 91 βόθροι ἐν οἷς εὕεται τὰ χοιρίδια. – 2) nach VLL. auch die geröstete Gerste, aus der ἄλφιτα gemacht wurden.
Greek (Liddell-Scott)
εὕστρα: ἢ εὔστρα (ἴδε Ἐτυμ. Μ. 398, 31), ἡ: (εὕω): τὸ μέρος ἔνθα ἐφλόγιζον, «ἐκαψάλιζαν» τοὺς χοίρους «εὔστρα, βόθρος ἐν ᾧ περιφλέγουσι τὰς τῶν ὑῶν τρίχας» (Εὐστ. 1446, 22), Ἀριστοφ. Ἱππ. 1236, Πολυδ. ς΄, 91. ΙΙ. «κατὰ Παυσανίαν, τὸ ἐκ σταχύων καυθέντων ἔδεσμα τοὺς ἀνθέρικας ἀποβαλόντων, ἤτοι ὁ περικεκαυμένος στάχυς» Εὐστ. ἔνθ. ἀνωτ. ΙΙΙ. κωμικῶς, τὸ γυναικεῖον μόριον, αὐτόθι.
French (Bailly abrégé)
att. c. εὔστρα.
Greek Monolingual
εὕστρα ή εὔστρα, ἡ (Α)
1. λάκκος στον οποίο καψάλιζαν τις τρίχες τών σφαγμένων χοίρων
2. καψαλισμένο, καβουρδισμένο κριθάρι, από το οποίο κατασκευάζονταν τα άλφιτα
3. είδος παλμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. εύω].
Greek Monotonic
εὕστρα: ή εὔστρα (εὕω), μέρος όπου καψαλίζουν σφαγμένους χοίρους, σε Αριστοφ.